«Ουκ αρνησομεθα σε φιλη Ορθοδοξια, ου ψευδομεθα σε πατροπαραδοτο

«Ουκ αρνησομεθα σε φιλη Ορθοδοξια, ου ψευδομεθα σε πατροπαραδοτον σεβας. Εν σοι εγεννεθημεν, εν σοι ζωμεν, εν σοι κοιμησομεθα. Ει δε και καλεσει καιρος και μυριακις υπερ σου τεθνηξομεθα». (Ιωσηφ Βρυεννιος)

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

ΑΓΙΟΣ ΤΥΧΩΝΑΣ-Ο μαρτυρικός πατριάρχης  Ο γράφων,προσκυνητής στο άφθαρτο λείψανο του Αγ.Τύχωνα στη Μονή Ντονσκόι(φωτογραφία από το προσωπικό μου αρχείο)  Ὁ Πατριάρχης Τύχων ὑπῆρξε χωρίς ἀμφιβολία ἡ μεγαλύτερη προσωπικότητα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας κατά τόν 20ό αἰ. Ἱεράρχης μέ σημαντική θεολογική κατάρτιση, δύναμη καί παρρησία, διοικητικές ἱκανότητες καί ἀναγνωρισμένη ἀρετή καί πνευματικότητα, ἀνέλαβε τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στήν πλέον δύσκολη στιγμή τῆς ἱστορίας Της. Ὁ κατά κόσμον Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Μπελάβιν, γεννήθηκε τήν 19. 1. 1865 στό Τροπέτς τῆς περιοχῆς Πσκώφ καί ἦταν γιός Ἱερέως. Τά ἐγκύκλια γράμματα παρακολούθησε στό τοπικό ἐνοριακό σχολεῖο καί στή συνέχεια φοίτησε στήν Ἱερατική Σχολή τῆς Ἐπισκοπῆς καί στήν Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Πετρουπόλεως, ἀπό ὅπου ἀποφοίτησε μέ ἄριστα σέ ἡλικία 23 ἐτῶν καί διορίστηκε ἀμέσως Καθηγητής στό Ἐκκλησιαστικό Σεμινάριο τοῦ Πσκώφ. Τό 1891 ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Τύχων καί τό 1897, σέ ἡλικία μόλις 33 ἐτῶν, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Λούμπλιν, βοηθός τῆς Ἐπισκοπῆς Βαρσοβίας. Τό 1898 μετατέθηκε στήν ἱεραποστολική ἕδρα τῆς Ἀλάσκας καί τό 1900 διορίστηκε στήν Ἐπισκοπή Βορείου Ἀμερικῆς. Τό 1905, σέ ἀναγνώριση τῶν ἱεραποστολικῶν του ὑπηρεσιῶν, ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος καί τό 1907 διορίσθηκε σέ μία τῶν ἀρχαιοτέρων ἑδρῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τήν Ἐπισκοπή Γιαροσλάβ καί Ροστώβ. Ὁ πόλεμος τοῦ 1914 τόν βρῆκε νά ποιμαίνει τήν Ἐπισκοπή Βίλνας. Ἡ περιοχή του ὑπῆρξε θέατρο πολεμικῶν συγκρούσεων, μέ ἀποτέλεσμα τήν δεινή κακοπάθεια τοῦ λαοῦ. Κατά τήν περίοδο αὐτή ὁ ἀρχιεπ. Τύχων βρῆκε τήν εὐκαιρία νά δείξει τά φιλάνθρωπα αἰσθήματά του, χάρις στά ὁποῖα ἔγινε εὑρύτατα γνωστός, μέ ἀποτέλεσμα νά διοριστεῖ ἀπό τόν Τσάρο Νικόλαο Β' μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Σ' αὐτή τήν θέση τόν βρῆκε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1917. Τήν 19. 6. 1917 ὀνομάσθηκε Ἀριεπίσκοπος Κρουτίτσης καί Κολόμνας. Τήν 14. 8. 1917 ἡ Πανρωσική Σύνοδος τόν ὀνόμασε Μητροπ. Μόσχας καί τήν ἑπομένη 15. 8. 1917 τόν ἀνέδειξε Πρόεδρό της, μέ ψήφους 564 ἔναντι 33. Τίς μακρές συζητήσεις στή Σύνοδο γιά τήν ἐπανίδρυση ἤ μή τοῦ Πατριαρχείου, ἐπίσπευσαν οἱ ραδγαῖες πολιτικές ἐξελίξεις. Κατά τήν κρίσιμη ψηφοφορία τῆς 30ης Ὀκτωβρίου 1917, ἐπί 317 παρόντων μελῶν, ψήφισαν 265, ἀπό τούς ὁποίους 141 ὑπέρ καί 112 κατά τῆς ἐπανιδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου. Στή συνέχεια ἡ Σύνοδος προχώρησε σέ ἐκλογή Πατριάρχη, μέ πρόταση τοῦ Καθηγητή Σοκόλωφ. Κατά τήν πρώτη ψηφοφορία ἐξελέγησαν 25 ὑποψήφιοι! μέ πρώτους τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χαρκόβου Ἀντώνιο μέ 101 ψήφους, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Ἀρσένιο μέ 27 καί τόν Μητροπολίτη Κρουτίτσης Τύχωνα μέ 23. Κατά τήν δεύτερη ψηφοφορία ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος πῆρε 159 ψήφους, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀρσένιος 148 καί ὁ Μητροπολίτης Τύχων 125. Ἡ τελική ἐκλογή ἔγινε μέ κλῆρο, ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας τοῦ Βλαδιμήρ. Ἐκλεκτός τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ δέν ἦταν ὁ ἐκλεκτός τοῦ σώματος τῆς Συνόδου Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος, ἀλλά ὁ Μητροπολίτης Τύχων, τόν ὁποῖο ἀνέδειξε Πατριάρχη Μόσχας καί πάσης Ρωσίας ὁ κλῆρος πού τράβηξε ὁ γηραιός Ἱερομόναχος Ἀλέξιος καί παρέδωσε στόν προεδρεύοντα Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρο. Ὁ Μητροπ. Τύχων ἀποδέχτηκε τήν ἐκλογή λέγοντας τά ἀκόλουθα: "Στό ἐξῆς μέσα στά καθήκοντά μου θά εἶναι καί ἡ μέριμνα γιά ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς Ρωσίας, γιά τίς ὁποίες θά πρέπει νά πεθαίνω καθημερινά. Βρίσκω δύναμη στό γεγονός, ὅτι δέν ἐπιδίωξα τήν ἐκλογή. Ἦρθε σέ μένα ὄχι κατά τό θέλημα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐλπίζω, ὅτι Αὐτός πού μέ κάλεσε, θά μέ βοηθήσει μέ τήν εὐλογία Του". Ὁ Τύχων ἐνθρονίσθηκε Πατριάρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στή Μητρόπολη τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου, τήν 29η Νοεμβρίου 1917. Μέχρι τήν ἐνθρόνισή του ἔμεινε στή Λαύρα τῆς Ἀγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου (τῆς ὁποίας ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης εἶναι Ἡγούμενος), προετοιμαζόμενος γιά τήν νέα του διακονία. Γιά τήν τελετή βρέθηκαν παλαιά πατριαρχικά ἄμφια στό ἀσύλητο, ἀκόμη, πλούσιο σκευοφυλάκιο τῶν Πατριαρχείων, ὅπως ἡ ράβδος τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Πέτρου καί τό χαρακτηριστικό λευκό κάλυμμα κεφαλῆς τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος. Τήν Πατριαρχική ράβδο ἐνεχείρησε στό νέο Πατριάρχη ὁ ἔχων τά πρεσβεία τῆς Ἀρχιερωσύνης Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρος. Μετά τήν ἐνθρόνιση ὁ Τύχων ἡγήθηκε μιᾶς μεγάλης λιτανείας γύρω ἀπό τό Κρεμλίνο, ραντίζοντας τά τείχη μέ ἁγιασμό. Τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τῶν Νεομαρτύρων τοῦ ἀθεϊστικοῦ διωγμοῦ. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς Ἐπαναστάσεως, πολλοί Ὀρθόδοξοι - Κληρικοί καί λαϊκοί - μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τους στό Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του. Ὁ Πατριάρχης Τύχων καί ἡ Σύνοδος ἐκφράζοντας τήν συνείδηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, διακήρυξε τήν μαρτυρική ἰδιότητα τῶν Νεομαρτύρων καί καθιέρωσε τήν 25η Ἰανουαρίου ὡς ἡμέρα μνήμης τους (ἡμέρα μαρτυρίου τοῦ Πρωτομάρτυρος τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας Μητροπ. Κιέβου Βλαδιμήρου, + 25. 1. 1918). · Ο Ἀφορισμός τῶν Μπολσεβίκων. Ὁ Ἀφορισμός ἐξαπολύθηκε τήν 18η Ἰανουαρίου 1918, κατά τόν Π. Ν. Τρεμπέλα, "κατά τῆς Κυβερνήσεως τῶν Σοβιέτ καί πάντων τῶν ἐπικοινωνούντων πρός αὐτήν" (Π. Ν. Τρεμπέλα, "Τό αὐτοκέφαλον τῆς ἐν Ἀμερικῇ Metropolia", σελ. 6). "Καθημερινῶς - ἔγραφε ὁ Πατριάρχης Τύχων στή σχετική Ἐγκύκλιο - ἀκούωμεν διά τά ἀνήκουστα ἐγκλήματα καί αἱματοχυσίας, θύματα τῶν ὁποίων εἶναι ἀθῶοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἰς τίποτε δέν ἔπταισαν παρά μόνον εἰς τό ὅτι ἔπραξαν τό καθῆκον των ἀπέναντι εἰς τόν Θεόν καί τήν πατρίδα. Ἐκεῖνοι ὅπου ὑπόσχονται νά ἐπαναφέρουν εἰς τήν Ρωσίαν τήν τάξιν καί τήν δικαιοσύνην, σκορπίζουν παντοῦ τό ἔγκλημα καί τήν βίαν, ἐναντίον ὅλων καί ἰδιαιτέρως τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας... Συνέλθετε, ἀνόητοι. Παύσατε τά ἐγκλήματά σας... Συμφώνως μέ τήν ἐξουσίαν τήν ὁποίαν ἔχουμε ἀπό τόν Θεό, ἀπαγορεύουμε τήν συμμετοχήν σας εἰς τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Σᾶς ἀναθεματίζουμε, ἄν εἶστε ἀκόμη Χριστιανοί, ἄν καί ἀπό τήν γέννησίν σας εἶσθε μέλη τῆς Ἐκκλησίας..." (γιά τόν Ἀφορισμό βλ. ἐπίσης: N. Zernov, "Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους", 1972· καί C. Dahm, "Ἑκατομμύρια Ρῶσοι πιστεύουν στόν Θεό", 1979).Ὁ Ἀφορισμός σάν πνευματικό ὅπλο δέν ἀπέδωσε ἀποτελέσματα, διότι ἀπευθύνονταν σέ ἀθέους. Ἀντίθετα, ἀποτέλεσε ἀφορμή γιά κλιμάκωση τῶν διωγμῶν καί (ἀργότερα, τόν Αὔγουστο τοῦ 1922) γιά τήν σύλληψη τοῦ Τύχωνος (ἄλλες αἰτίες ἦταν ἡ ἄρνηση τοῦ Πατριάρχη νά συνεργαστεῖ μέ τήν Σοβιετική Κυβέρνηση, ἡ κριτική του γιά τήν ἀτιμωτική γιά τήν Ρωσία Συνθήκη τοῦ Μπέστ - Λίτοβσκ, ἡ ἀντίθεσή του στή δήμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν, κ.ἄ. Τήν 24. 3. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές Ἡγέτες Κρασνίτσκυ, Βεντένσκυ, Μπέλκωφ, Μπογιάρσκυ κ.ἄ. δημοσίευσαν στήν «Ἀλήθεια τῆς Πετρουπόλεως» («Petrogradskaia Pranda”) ἕνα κείμενο μέ τό ὁποῖο ὑποστήριζαν τήν Σοβιετική Κυβέρνηση στό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν Σκευῶν. Τήν ἴδια χρονική στιγμή ὁ Πατριάρχης Τύχων, ὁ ὁποῖος ἦταν σέ κατ’ οἶκον περιορισμό ἀπό τήν 19. 3. 1922, κλήθηκε νά καταθέσει στήν δίκη 54 πιστῶν πού εἶχαν ἀντιδράσει στή δήμευση. Ὁ Πατριάρχης, στήν προσπαθειά του νά σώσει τούς κατηγορουμένους, ἀνέλαβε ὁ ἴδιος τήν εὐθύνη τῆς ἀντιδράσεως καί σέ ἐρώτηση τοῦ προέδρου τοῦ δικαστηρίου ἄν ἀναγνωρίζει τούς νόμους τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους ἀπάντησε «ναί, τούς ἀναγνωρίζω, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι δέν ἀντιστρατεύονται τούς κανόνες τῆς εὐσεβείας». Πάνω σ’ αὐτό ὁ Ἀλέξανδρος Σολζενίτσιν ἔγραψε: «Ὦ, ἄν καθένας ἀπαντοῦσε ἔτσι, ὅλη ἡ Ἱστορία μας θά ἦταν διαφορετική» (Ἀλ. Σολζενίτσιν, «Ἀρχιπέλαγος Γκούλαγκ», τ. 1ος, σελ. 348).Ἡ θέση αὐτή τοῦ Τύχωνος ἀντιμετωπίσθηκε ἀπό τίς δύο τάσεις τῆς τότε Ρωσικῆς Ἱεραρχίας διαφοροτρόπως. Ἡ συντηρητική πλευρά ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Βολοκολάμσκ Θεόδωρο θεώρησε ὅτι μέ τήν ὁμολογία αὐτή ὁ Πατριάρχης «τό εἶχε τραβήξει πολύ». Ἀντίθετα ἡ προοδευτική πλευρά ὑπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ θεωροῦσε ὅτι ὁ Πατριάρχης «ἔπρεπε νά τό τραβήξει περισσότερο». Ὁ Τύχων μεταφέρθηκε στίς φυλακές Ταγκάνκα τήν 5. 8. 1922, κατηγορούμενος γιά κριτική τῆς Συνθήκης τοῦ Μπρέστ - Λίτοβοσκ, ἀντίδραση στή δήμευση τῶν Ἱερῶν Σκευῶν, κ.ἄ. Ὅμως, ὁ Πατριάρχης εἶχε ἐπικρίνει τήν Συνθήκη μέ ἐπιστολή του τόν Φεβρουάριο τοῦ 1918! Οἱ Σοβιετικοί "θυμήθηκαν" αὐτή τήν δημόσια κριτική τέσσερα χρόνια ἀργότερα, διότι ἔπρεπε νά ἐξουδετερώσουν τό κύριο ἐμπόδιο τῶν σχεδίων τους. Τήν 29. 4. 1923 οἱ Ἀνακαινιστές συγκάλεσαν Σύνοδο (τήν κατ’ αὐτούς Β’ Πανρωσική) στήν ὁποία συμμετεῖχαν 560 μέλη, ἀπό τά ὁποῖα τά 73 ἦσαν Ἐπίσκοποι! Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀπό τήν ἀρχή ἐμφανίσθηκε χωρισμένη σέ τέσσερεις ὁμάδες: Τήν «Ζωντανή Ἐκκλησία» τοῦ Πρωθιερέως Βλαδιμήρου Κρασίνσκυ, τήν «Ἀρχαία Ἀποστολική Ἐκκλησία» τοῦ Πρωθιερεώς Ἀλεξάνδρου Βεντένσκυ, τήν «Ἀναγεννημένη Ἐκκλησία» τοῦ Ἐπισκόπου Ἀντωνίνου καί τούς ὁπαδούς τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1923 ἀρχικά διακήρυξε ὅτι στή Σοβιετική Ἕνωση δέν ὑφίστανται θρησκευτικοί διωγμοί, διότι ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση ἐργάζοταν γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ ἰδεώδους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Λένιν! οἱ Ἀνακαινιστές δέ δήλωσαν "ἕτοιμοι νά ὑποστηρίξουν τόν Κομμουνισμό, ἐπειδή ἔθετε σέ ἐφαρμογή τό κοινωνικό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου"! (Ν. Zernov αὐτ. σελ. 179). Στή συνέχεια ἐξήγγειλε διάφορες μεταρρυθμίσεις, ὅπως τήν εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ - Νέου Ἡμερολογίου, τήν εἰσαγωγή τοῦ θεσμοῦ τῶν ἐγγάμων Ἐπισκόπων καί τήν εἰσαγωγή τοῦ β' γάμου τῶν Κληρικῶν! Ἀκόμη ἀπορρίφθηκε ὁ Μοναχισμός σάν θεσμός ξένος πρός τήν Ἐκκλησία καί κατ’ οἰκονομίαν ἐπιτράπηκε ἡ λειτουργία μοναστηρίων - ἡσυχαστηρίων ἔξω ἀπό τίς πόλεις, μέ τήν μορφή ἐργατικῶν κοινοτήτων. Ἡ «Σύνοδος» προχώρησε ἀκόμη στήν καθαίρεση τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος - τήν ὁποία ὑπέγραψαν 46 Ἐπίσκοποι, ἀρκετοί κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας - στήν καταδίκη τῆς Συνόδου τοῦ Κάρλοβιτς, καθώς καί στήν ἄρση τοῦ Ἀναθέματος τοῦ 1918, ἐνῶ τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε Σύνοδος ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Μητροπ. Εὐδοκίμου καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντωνῖνος ὀνομάσθηκε Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας. Ἀμέσως μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ὁ Τύχων συγκάλεσε Σύνοδο τῶν παρεπιδημούντων στή Μόσχα Ἐπισκόπων, μέ σκοπό τήν ἀνανέωση τῆς ἐμπιστοσύνης πρός τό πρόσωπό του. Ἡ Σύνοδος συνεδρίασε στό Ναό τοῦ ἁγ. Μιχαήλ τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Δανιήλ καί ἡ ἐμπιστοσύνη πρός τόν Πατριάρχη ἀνανεώθηκε, κυρίως χάρις στήν ὑποστήριξη τῶν λεγομένων Δανιηλιτῶν Ἐπισκόπων, τῶν περί τόν Ἡγούμενο τῆς μονῆς Ἀρχιεπίσκοπο Θεόδωρο τοῦ Βολοκολάμσκ. Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Τύχωνα ἔγινε δεκτή ἀπό τόν λαό μέ ἐνθουσιώδεις ἀντιδράσεις, σέ σημεῖο ὥστε τήν 8. 12. 1923 οἱ Ἀρχές νά ἀπαγορεύσουν τό μνημόσυνό του! Τήν ἴδια περίοδο ὁ Τύχων ἀναγνωρίζονταν σάν κανονική κεφαλή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό ὅλες τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἐκτός ἀπό τά Πατριαρχεῖα ΚΠόλεως (ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ’ ἀναγνώριζε τούς Ἀνακαινιστές) καί Ἀλεξανδρείας. Παρά τήν ἀπέλευθέρωσή του ὁ Πατριάρχης συνέχισε νά δέχεται ἰσχυρές πιέσεις ἀπό τήν Σοβιετική πλευρά πάνω σέ συγκεκριμένα ἐκκλησιαστικά ζητήματα, δηλαδή τήν μνημόνευση τῶν Σοβιετικῶν ἡγετῶν, τήν ἕνωση μέ τούς Ἀνακαινιστές καί τήν εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἡμερολογίου. Ὁ Τύχων ἤθελε τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἀπολύτως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν Σοβιετική Πολιτεία καί γι' αὐτό δέν ταυτίσθηκε ὁ ἴδιος σάν πρόσωπο καί σάν ἡγέτης τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Τσαρισμό καί τήρησε ἀποστάσεις ἀπό τήν φιλομοναρχική πλευρά τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Μητροπ. Ἀντώνιος Κραποβίτσκυ. Τήν 9. 12. 1923 ἔγινε ἡ πρώτη ἀπόπειρα κατά τῆς ζωῆς του, ὅταν δύο ἔνοπλοι μπῆκαν στήν Πατριαρχική Κατοικία καί σκότωσαν τόν στενό συνεργάτη του Μοναχό Ἰακώβ Πολοζώφ. Ἔγινε πλέον φανερό, ὅτι ἡ ζωή τοῦ Τύχωνος κινδύνευε. Ὁ στενός του φίλος Ἐπίσκοπος Μάξιμος τοῦ Σερπούχωφ (τότε λαϊκός γιατρός), διέσωσε πληροφορίες καί γιά ἄλλες ἀπόπειρες (τήν 22. 12. 1924 μία ὁπλισμένη γυναῖκα μπῆκε στό γραφεῖο τοῦ Πατριάρχη, μέ ἀποτέλεσμα νά κινδυνέψει ἡ ζωή κάποιου ἄλλου ἀτόμου· ἄλλοτε ὁ ἐπίδοξος δολοφόνος γύριζε μέσα στό δωμάτιό του χωρίς νά τόν βλέπει, ἐμποδιζόμενος ἀπό μία ἀνώτερη δύναμη! καί συνήθως τοῦ ἔστελναν δηλητηριασμένα φάρμακα). Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του οἱ πιέσεις τῆς Κυβερνήσεως γιά συνεργασία ἦσαν καθημερινές. Εἶναι χαρακτηριστικά τά ἀκόλουθα λόγια του: "Θά ἦταν καλύτερα γιά μένα νά ἔμενα στήν φυλακή. Ὑποτίθεται, ὅτι εἶμαι ἐλεύθερος, ἀλλά δέν μπορῶ νά κάνω ἀπολύτως τίποτα. Διορίζω ἕναν Ἐπίσκοπο στό Νότο καί αὐτοί τόν παίρνουν στόν Βορρᾶ· στέλνω ἕναν ἄλλο στή Δύση καί αὐτοί τόν πᾶνε στήν Ἀνατολή"! Τήν 12. 1. 1925 ὁ Πατριάρχης μπῆκε σέ μία κλινική, διότι παρουσίαζε καρδιολογικά προβλήματα καί ἔπασχε ἀπό ἄσθμα. Παρά τήν κατάσταση τῆς ὑγείας του δεχόταν καθημερινά τούς συνεργάτες του καί ἀσκοῦσε τά καθήκοντά του. Κάποτε τόν ἐπισκέφθηκε ὁ μυστικός πράκτορας Touchkov καί τοῦ παρουσίασε ἕνα σχέδιο παραιτήσεως ἀπό τόν Θρόνο. Ταυτόχρονα τοῦ πρόσφεραν ἄνετη διαμονή στόν εὔκρατο Νότο γιά ἀνάπαυση. Ὁ Τύχων ἀρνήθηκε λέγοντας: "Σύντομα θά ἔχω ἀφθονία χρόνου γιά ἀνάπαυση, τώρα πρέπει νά δουλέψω". Ὁ Πατριάρχης Τύχων κοιμήθηκε τήν 25η Μαρτίου 1925, δηλητηρισμένος ἀπό πράκτορες τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας (κατά τήν ὁμολογία τοῦ Ἐπισκόπου Μαξίμου τοῦ Σερπούχωφ). Δύο ἡμέρες πρίν, τήν Κυριακή 23η Μαρτίου, τέλεσε τήν τελευταῖα του Θεία Λειτουργία καί χειροτόνησε τόν Ἐπίσκοπο Ἐφραίμωβ Σέργιο (ἔπειτα Ἐπίσκοπο Μπουζουλούκ, Ἱερομάρτυρα, ὁ ὁποῖος κατασπαράχθηκε ζωντανός ἀπό ἀρουραίους ! τό 1930). Τά τελευταῖα του λόγια ἦταν: "Ἡ νύχτα θά εἶναι βαθειά καί θά διαρκέσει πολύ" (κατά τόν διακονητή του Κωνσταντῖνο Panshkevich). Τό γεγονός τῆς δολοφονίας του προκύπτει - ἐκτός ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ Ἐπισκόπου Μαξίμου - καί ἀπό τήν αὐτοβιογραφία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Πιτιρίμ Λαντίγκιν (Μεγαλοσχήμου Πέτρου, + 1957), τήν ὁποία διέσωσε ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος. Τίς σχετικές πληροφορίες ὁ ἀρχιεπ. Πιτιρίμ τίς εἶχε πάρει ἀπό τούς δύο διακονητές τοῦ Τύχωνος, τούς ὁποίους γνώριζε ἀπό παλιά, καί ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος τίς κατέγραψε ὅταν διάβασε τήν χειρόγραφη αὐτοβιογραφία τοῦ Πιτιρίμ, τήν ὁποία ἔγραψε λίγο πρίν τυφλωθεῖ. Κατά τόν ἀρχιεπ. Πιτιρίμ ὅλα ἄρχισαν τό βράδυ τῆς παραμονῆς τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου (24. 3. 1925), ὅταν ὁ Πατριάρχης Τύχων ξεκίνησε γιά τόν Καθεδρικό Ναό, γιά νά χοροστατήσει στόν ἑσπερινό. Τότε ἐμφανίσθηκε ὁ Μητροπ. Τβέρ Σεραφείμ (Ἀλεξάντρωφ, ἤδη μυημένος στό σχέδιο σοβιετοποιήσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, στή συνέχεια συνεργάτης τοῦ Μητροπ. Σεργίου), ὁ ὁποῖος τόν ἐμπόδισε νά βγεῖ μέ τό αἰτιολογικό, ὅτι ἦταν ἀσθενής καί ἐπέμενε νά καλέσουν ἕναν γιατρό. Παρά τίς ἀντιρρήσεις τοῦ Τύχωνος ἐμφανίσθηκε ἕνας "γιατρός", τόν ἐξέτασε, τοῦ σύστησε νά ξαπλώσει καί ζήτησε ἀπό τόν ἕναν ἀπό τούς διακονητές νά τόν συνοδεύσει στό πλησιέστερο φαρμακεῖο, ὅπου ἕνα "φάρμακο" ἑτοιμάσθηκε ἀμέσως. Μόλις ὁ Πατριάρχης πῆρε τό "φάρμακο" κατέρρευσε! Ὅταν ἔφθασε ὁ προσωπικός του γιατρός, τόν βρῆκε ἀναίσθητο καί σ' αὐτή τήν κατάσταση τόν μετέφερε μέ ἀσθενοφόρο στό νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ, παρά τίς προσπάθειες τῶν γιατρῶν, ὁ Τύχων κατέλειξε, τήν 3η πρωϊνή τῆς 25ης Μαρτίου 1925. Ἡ δολοφονία τοῦ Τύχωνος προκύπτει καί ἀπό τό ἰατρικό ἀνακοινωθέν τοῦ θανάτου του τό ὁποῖο ὑπογράφηκε στή Μονή Ντόνσκοϊ, ἐνῶ ὁ Πατριάρχης ἀπεβίωσε στό νοσοκομεῖο, καί σύμφωνα μ’ αὐτό ὁ θάνατός ἐπῆλθε τήν 11: 45 τῆς 25. 3. 1925. Ἡ κηδεία του ἦταν κάτι τό πρωτοφανές γιά τήν ταραγμένη ἐκείνη ἐποχή. Παρά τίς κυβερνητικές ἀπαγορεύσεις τῶν δημοσίων λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων, οἱ καμπάνες ὅλων τῶν ναῶν τῆς Μόσχας κτυποῦσαν πένθιμα καί ἑκατοντάδες χιλιάδες πιστῶν παρακολούθησαν τόν ἐνταφιασμό του στή Μονή Ντόνσκοϊ, συμμετεχόντων 58 Ἐπισκόπων. Τό Λείψανο τοῦ Πατριάρχου κατατέθηκε στόν χειμερινό ναό τῆς Μονῆς. Τόν Μάϊο τοῦ 1991, μετά τήν ἐπιστροφή τῆς Μονῆς στό Πατριαρχεῖο Μόσχας, κατά τήν διάρκεια ἐργασιῶν μετά ἀπό πυρκαγιά, βρέθηκε ὁ τάφος τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριάρχου καί τήν 19. 2. 1992 ἀνακομίσθηκε τό Λείψανό του, τό ὁποῖο βρέθηκε ἀδιάφθορο. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἄφθαρτα βρέθηκαν καί τά ἄμφια του, ἀκόμη καί τά φύλλα δάφνης πού ὑπῆρχαν στό φέρετρο (εἶχε κηδευθεῖ τήν Κυριακή τῶν Βαϊων τοῦ 1925). Σύμφωνα μέ αὐτόπτες μάρτυρες στό ἄφθαρτο Λείψανο τοῦ ἁγ. Τύχωνος μποροῦσε κανείς νά διακρίνει μέ εὐκολία τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἐνῶ ἡ εὐωδία του ἦταν καταπληκτική. Τήν 23. 3. 1992 περίπου 50 Πατριαρχικοί Ἐπίσκοποι - μέ προεξάρχοντα τόν Πατριάρχη Ἀλέξιο Β’ - συμμετεῖχαν στή μεταφορά τοῦ Λειψάνου στό Καθολικό τῆς Μονῆς, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά πρῶτα ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς καί ἔπειτα ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. (Περιοδικό "Πληροφόρηση" Μητροπ. Δημητριάδος, φ. Ἰουλίου - Αὐγού-στου 1992, σελ. 3).Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 25η Μαρτίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 19η Φεβρουαρίου. Πηγή-churchsynaxarion.blogspot.com


ΑΓΙΟΣ ΤΥΧΩΝΑΣ-Ο μαρτυρικός πατριάρχης


 
Ο γράφων,προσκυνητής στο άφθαρτο λείψανο του Αγ.Τύχωνα στη Μονή Ντονσκόι(φωτογραφία από το προσωπικό μου αρχείο)

 
 
Ὁ Πατριάρχης Τύχων ὑπῆρξε χωρίς ἀμφιβολία ἡ μεγαλύτερη προσωπικότητα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας κατά τόν 20ό αἰ. Ἱεράρχης μέ σημαντική θεολογική κατάρτιση, δύναμη καί παρρησία, διοικητικές ἱκανότητες καί ἀναγνωρισμένη ἀρετή καί πνευματικότητα, ἀνέλαβε τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στήν πλέον δύσκολη στιγμή τῆς ἱστορίας Της.
Ὁ κατά κόσμον Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Μπελάβιν, γεννήθηκε τήν 19. 1. 1865 στό Τροπέτς τῆς περιοχῆς Πσκώφ καί ἦταν γιός Ἱερέως. Τά ἐγκύκλια γράμματα παρακολούθησε στό τοπικό ἐνοριακό σχολεῖο καί στή συνέχεια φοίτησε στήν Ἱερατική Σχολή τῆς Ἐπισκοπῆς καί στήν Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Πετρουπόλεως, ἀπό ὅπου ἀποφοίτησε μέ ἄριστα σέ ἡλικία 23 ἐτῶν καί διορίστηκε ἀμέσως Καθηγητής στό Ἐκκλησιαστικό Σεμινάριο τοῦ Πσκώφ. Τό 1891 ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Τύχων καί τό 1897, σέ ἡλικία μόλις 33 ἐτῶν, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Λούμπλιν, βοηθός τῆς Ἐπισκοπῆς Βαρσοβίας. Τό 1898 μετατέθηκε στήν ἱεραποστολική ἕδρα τῆς Ἀλάσκας καί τό 1900 διορίστηκε στήν Ἐπισκοπή Βορείου Ἀμερικῆς. Τό 1905, σέ ἀναγνώριση τῶν ἱεραποστολικῶν του ὑπηρεσιῶν, ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος καί τό 1907 διορίσθηκε σέ μία τῶν ἀρχαιοτέρων ἑδρῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τήν Ἐπισκοπή Γιαροσλάβ καί Ροστώβ.
Ὁ πόλεμος τοῦ 1914 τόν βρῆκε νά ποιμαίνει τήν Ἐπισκοπή Βίλνας. Ἡ περιοχή του ὑπῆρξε θέατρο πολεμικῶν συγκρούσεων, μέ ἀποτέλεσμα τήν δεινή κακοπάθεια τοῦ λαοῦ. Κατά τήν περίοδο αὐτή ὁ ἀρχιεπ. Τύχων βρῆκε τήν εὐκαιρία νά δείξει τά φιλάνθρωπα αἰσθήματά του, χάρις στά ὁποῖα ἔγινε εὑρύτατα γνωστός, μέ ἀποτέλεσμα νά διοριστεῖ ἀπό τόν Τσάρο Νικόλαο Β' μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Σ' αὐτή τήν θέση τόν βρῆκε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1917. Τήν 19. 6. 1917 ὀνομάσθηκε Ἀριεπίσκοπος Κρουτίτσης καί Κολόμνας. Τήν 14. 8. 1917 ἡ Πανρωσική Σύνοδος τόν ὀνόμασε Μητροπ. Μόσχας καί τήν ἑπομένη 15. 8. 1917 τόν ἀνέδειξε Πρόεδρό της, μέ ψήφους 564 ἔναντι 33.
Τίς μακρές συζητήσεις στή Σύνοδο γιά τήν ἐπανίδρυση ἤ μή τοῦ Πατριαρχείου, ἐπίσπευσαν οἱ ραδγαῖες πολιτικές ἐξελίξεις. Κατά τήν κρίσιμη ψηφοφορία τῆς 30ης Ὀκτωβρίου 1917, ἐπί 317 παρόντων μελῶν, ψήφισαν 265, ἀπό τούς ὁποίους 141 ὑπέρ καί 112 κατά τῆς ἐπανιδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου. Στή συνέχεια ἡ Σύνοδος προχώρησε σέ ἐκλογή Πατριάρχη, μέ πρόταση τοῦ Καθηγητή Σοκόλωφ. Κατά τήν πρώτη ψηφοφορία ἐξελέγησαν 25 ὑποψήφιοι! μέ πρώτους τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χαρκόβου Ἀντώνιο μέ 101 ψήφους, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Ἀρσένιο μέ 27 καί τόν Μητροπολίτη Κρουτίτσης Τύχωνα μέ 23. Κατά τήν δεύτερη ψηφοφορία ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος πῆρε 159 ψήφους, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀρσένιος 148 καί ὁ Μητροπολίτης Τύχων 125.
Ἡ τελική ἐκλογή ἔγινε μέ κλῆρο, ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας τοῦ Βλαδιμήρ. Ἐκλεκτός τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ δέν ἦταν ὁ ἐκλεκτός τοῦ σώματος τῆς Συνόδου Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος, ἀλλά ὁ Μητροπολίτης Τύχων, τόν ὁποῖο ἀνέδειξε Πατριάρχη Μόσχας καί πάσης Ρωσίας ὁ κλῆρος πού τράβηξε ὁ γηραιός Ἱερομόναχος Ἀλέξιος καί παρέδωσε στόν προεδρεύοντα Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρο.
Ὁ Μητροπ. Τύχων ἀποδέχτηκε τήν ἐκλογή λέγοντας τά ἀκόλουθα: "Στό ἐξῆς μέσα στά καθήκοντά μου θά εἶναι καί ἡ μέριμνα γιά ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς Ρωσίας, γιά τίς ὁποίες θά πρέπει νά πεθαίνω καθημερινά. Βρίσκω δύναμη στό γεγονός, ὅτι δέν ἐπιδίωξα τήν ἐκλογή. Ἦρθε σέ μένα ὄχι κατά τό θέλημα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐλπίζω, ὅτι Αὐτός πού μέ κάλεσε, θά μέ βοηθήσει μέ τήν εὐλογία Του".
Ὁ Τύχων ἐνθρονίσθηκε Πατριάρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στή Μητρόπολη τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου, τήν 29η Νοεμβρίου 1917. Μέχρι τήν ἐνθρόνισή του ἔμεινε στή Λαύρα τῆς Ἀγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου (τῆς ὁποίας ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης εἶναι Ἡγούμενος), προετοιμαζόμενος γιά τήν νέα του διακονία. Γιά τήν τελετή βρέθηκαν παλαιά πατριαρχικά ἄμφια στό ἀσύλητο, ἀκόμη, πλούσιο σκευοφυλάκιο τῶν Πατριαρχείων, ὅπως ἡ ράβδος τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Πέτρου καί τό χαρακτηριστικό λευκό κάλυμμα κεφαλῆς τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος. Τήν Πατριαρχική ράβδο ἐνεχείρησε στό νέο Πατριάρχη ὁ ἔχων τά πρεσβεία τῆς Ἀρχιερωσύνης Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρος. Μετά τήν ἐνθρόνιση ὁ Τύχων ἡγήθηκε μιᾶς μεγάλης λιτανείας γύρω ἀπό τό Κρεμλίνο, ραντίζοντας τά τείχη μέ ἁγιασμό.

 
Τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τῶν Νεομαρτύρων τοῦ ἀθεϊστικοῦ διωγμοῦ. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς Ἐπαναστάσεως, πολλοί Ὀρθόδοξοι - Κληρικοί καί λαϊκοί - μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τους στό Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του. Ὁ Πατριάρχης Τύχων καί ἡ Σύνοδος ἐκφράζοντας τήν συνείδηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, διακήρυξε τήν μαρτυρική ἰδιότητα τῶν Νεομαρτύρων καί καθιέρωσε τήν 25η Ἰανουαρίου ὡς ἡμέρα μνήμης τους (ἡμέρα μαρτυρίου τοῦ Πρωτομάρτυρος τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας Μητροπ. Κιέβου Βλαδιμήρου, + 25. 1. 1918).
· Ο Ἀφορισμός τῶν Μπολσεβίκων. Ὁ Ἀφορισμός ἐξαπολύθηκε τήν 18η Ἰανουαρίου 1918, κατά τόν Π. Ν. Τρεμπέλα, "κατά τῆς Κυβερνήσεως τῶν Σοβιέτ καί πάντων τῶν ἐπικοινωνούντων πρός αὐτήν" (Π. Ν. Τρεμπέλα, "Τό αὐτοκέφαλον τῆς ἐν Ἀμερικῇ Metropolia", σελ. 6). "Καθημερινῶς - ἔγραφε ὁ Πατριάρχης Τύχων στή σχετική Ἐγκύκλιο - ἀκούωμεν διά τά ἀνήκουστα ἐγκλήματα καί αἱματοχυσίας, θύματα τῶν ὁποίων εἶναι ἀθῶοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἰς τίποτε δέν ἔπταισαν παρά μόνον εἰς τό ὅτι ἔπραξαν τό καθῆκον των ἀπέναντι εἰς τόν Θεόν καί τήν πατρίδα. Ἐκεῖνοι ὅπου ὑπόσχονται νά ἐπαναφέρουν εἰς τήν Ρωσίαν τήν τάξιν καί τήν δικαιοσύνην, σκορπίζουν παντοῦ τό ἔγκλημα καί τήν βίαν, ἐναντίον ὅλων καί ἰδιαιτέρως τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας... Συνέλθετε, ἀνόητοι. Παύσατε τά ἐγκλήματά σας... Συμφώνως μέ τήν ἐξουσίαν τήν ὁποίαν ἔχουμε ἀπό τόν Θεό, ἀπαγορεύουμε τήν συμμετοχήν σας εἰς τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Σᾶς ἀναθεματίζουμε, ἄν εἶστε ἀκόμη Χριστιανοί, ἄν καί ἀπό τήν γέννησίν σας εἶσθε μέλη τῆς Ἐκκλησίας..." (γιά τόν Ἀφορισμό βλ. ἐπίσης: N. Zernov, "Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους", 1972· καί C. Dahm, "Ἑκατομμύρια Ρῶσοι πιστεύουν στόν Θεό", 1979).Ὁ Ἀφορισμός σάν πνευματικό ὅπλο δέν ἀπέδωσε ἀποτελέσματα, διότι ἀπευθύνονταν σέ ἀθέους. Ἀντίθετα, ἀποτέλεσε ἀφορμή γιά κλιμάκωση τῶν διωγμῶν καί (ἀργότερα, τόν Αὔγουστο τοῦ 1922) γιά τήν σύλληψη τοῦ Τύχωνος (ἄλλες αἰτίες ἦταν ἡ ἄρνηση τοῦ Πατριάρχη νά συνεργαστεῖ μέ τήν Σοβιετική Κυβέρνηση, ἡ κριτική του γιά τήν ἀτιμωτική γιά τήν Ρωσία Συνθήκη τοῦ Μπέστ - Λίτοβσκ, ἡ ἀντίθεσή του στή δήμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν, κ.ἄ.

Τήν 24. 3. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές Ἡγέτες Κρασνίτσκυ, Βεντένσκυ, Μπέλκωφ, Μπογιάρσκυ κ.ἄ. δημοσίευσαν στήν «Ἀλήθεια τῆς Πετρουπόλεως» («Petrogradskaia Pranda”) ἕνα κείμενο μέ τό ὁποῖο ὑποστήριζαν τήν Σοβιετική Κυβέρνηση στό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν Σκευῶν. Τήν ἴδια χρονική στιγμή ὁ Πατριάρχης Τύχων, ὁ ὁποῖος ἦταν σέ κατ’ οἶκον περιορισμό ἀπό τήν 19. 3. 1922, κλήθηκε νά καταθέσει στήν δίκη 54 πιστῶν πού εἶχαν ἀντιδράσει στή δήμευση. Ὁ Πατριάρχης, στήν προσπαθειά του νά σώσει τούς κατηγορουμένους, ἀνέλαβε ὁ ἴδιος τήν εὐθύνη τῆς ἀντιδράσεως καί σέ ἐρώτηση τοῦ προέδρου τοῦ δικαστηρίου ἄν ἀναγνωρίζει τούς νόμους τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους ἀπάντησε «ναί, τούς ἀναγνωρίζω, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι δέν ἀντιστρατεύονται τούς κανόνες τῆς εὐσεβείας». Πάνω σ’ αὐτό ὁ Ἀλέξανδρος Σολζενίτσιν ἔγραψε: «Ὦ, ἄν καθένας ἀπαντοῦσε ἔτσι, ὅλη ἡ Ἱστορία μας θά ἦταν διαφορετική» (Ἀλ. Σολζενίτσιν, «Ἀρχιπέλαγος Γκούλαγκ», τ. 1ος, σελ. 348).Ἡ θέση αὐτή τοῦ Τύχωνος ἀντιμετωπίσθηκε ἀπό τίς δύο τάσεις τῆς τότε Ρωσικῆς Ἱεραρχίας διαφοροτρόπως. Ἡ συντηρητική πλευρά ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Βολοκολάμσκ Θεόδωρο θεώρησε ὅτι μέ τήν ὁμολογία αὐτή ὁ Πατριάρχης «τό εἶχε τραβήξει πολύ». Ἀντίθετα ἡ προοδευτική πλευρά ὑπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ θεωροῦσε ὅτι ὁ Πατριάρχης «ἔπρεπε νά τό τραβήξει περισσότερο».
Ὁ Τύχων μεταφέρθηκε στίς φυλακές Ταγκάνκα τήν 5. 8. 1922, κατηγορούμενος γιά κριτική τῆς Συνθήκης τοῦ Μπρέστ - Λίτοβοσκ, ἀντίδραση στή δήμευση τῶν Ἱερῶν Σκευῶν, κ.ἄ. Ὅμως, ὁ Πατριάρχης εἶχε ἐπικρίνει τήν Συνθήκη μέ ἐπιστολή του τόν Φεβρουάριο τοῦ 1918! Οἱ Σοβιετικοί "θυμήθηκαν" αὐτή τήν δημόσια κριτική τέσσερα χρόνια ἀργότερα, διότι ἔπρεπε νά ἐξουδετερώσουν τό κύριο ἐμπόδιο τῶν σχεδίων τους.
 
Τήν 29. 4. 1923 οἱ Ἀνακαινιστές συγκάλεσαν Σύνοδο (τήν κατ’ αὐτούς Β’ Πανρωσική) στήν ὁποία συμμετεῖχαν 560 μέλη, ἀπό τά ὁποῖα τά 73 ἦσαν Ἐπίσκοποι! Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀπό τήν ἀρχή ἐμφανίσθηκε χωρισμένη σέ τέσσερεις ὁμάδες: Τήν «Ζωντανή Ἐκκλησία» τοῦ Πρωθιερέως Βλαδιμήρου Κρασίνσκυ, τήν «Ἀρχαία Ἀποστολική Ἐκκλησία» τοῦ Πρωθιερεώς Ἀλεξάνδρου Βεντένσκυ, τήν «Ἀναγεννημένη Ἐκκλησία» τοῦ Ἐπισκόπου Ἀντωνίνου καί τούς ὁπαδούς τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος.
Ἡ Σύνοδος τοῦ 1923 ἀρχικά διακήρυξε ὅτι στή Σοβιετική Ἕνωση δέν ὑφίστανται θρησκευτικοί διωγμοί, διότι ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση ἐργάζοταν γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ ἰδεώδους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Λένιν! οἱ Ἀνακαινιστές δέ δήλωσαν "ἕτοιμοι νά ὑποστηρίξουν τόν Κομμουνισμό, ἐπειδή ἔθετε σέ ἐφαρμογή τό κοινωνικό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου"! (Ν. Zernov αὐτ. σελ. 179). Στή συνέχεια ἐξήγγειλε διάφορες μεταρρυθμίσεις, ὅπως τήν εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ - Νέου Ἡμερολογίου, τήν εἰσαγωγή τοῦ θεσμοῦ τῶν ἐγγάμων Ἐπισκόπων καί τήν εἰσαγωγή τοῦ β' γάμου τῶν Κληρικῶν! Ἀκόμη ἀπορρίφθηκε ὁ Μοναχισμός σάν θεσμός ξένος πρός τήν Ἐκκλησία καί κατ’ οἰκονομίαν ἐπιτράπηκε ἡ λειτουργία μοναστηρίων - ἡσυχαστηρίων ἔξω ἀπό τίς πόλεις, μέ τήν μορφή ἐργατικῶν κοινοτήτων.
Ἡ «Σύνοδος» προχώρησε ἀκόμη στήν καθαίρεση τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος - τήν ὁποία ὑπέγραψαν 46 Ἐπίσκοποι, ἀρκετοί κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας - στήν καταδίκη τῆς Συνόδου τοῦ Κάρλοβιτς, καθώς καί στήν ἄρση τοῦ Ἀναθέματος τοῦ 1918, ἐνῶ τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε Σύνοδος ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Μητροπ. Εὐδοκίμου καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντωνῖνος ὀνομάσθηκε Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας.

Ἀμέσως μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ὁ Τύχων συγκάλεσε Σύνοδο τῶν παρεπιδημούντων στή Μόσχα Ἐπισκόπων, μέ σκοπό τήν ἀνανέωση τῆς ἐμπιστοσύνης πρός τό πρόσωπό του. Ἡ Σύνοδος συνεδρίασε στό Ναό τοῦ ἁγ. Μιχαήλ τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Δανιήλ καί ἡ ἐμπιστοσύνη πρός τόν Πατριάρχη ἀνανεώθηκε, κυρίως χάρις στήν ὑποστήριξη τῶν λεγομένων Δανιηλιτῶν Ἐπισκόπων, τῶν περί τόν Ἡγούμενο τῆς μονῆς Ἀρχιεπίσκοπο Θεόδωρο τοῦ Βολοκολάμσκ.
Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Τύχωνα ἔγινε δεκτή ἀπό τόν λαό μέ ἐνθουσιώδεις ἀντιδράσεις, σέ σημεῖο ὥστε τήν 8. 12. 1923 οἱ Ἀρχές νά ἀπαγορεύσουν τό μνημόσυνό του! Τήν ἴδια περίοδο ὁ Τύχων ἀναγνωρίζονταν σάν κανονική κεφαλή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό ὅλες τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἐκτός ἀπό τά Πατριαρχεῖα ΚΠόλεως (ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ’ ἀναγνώριζε τούς Ἀνακαινιστές) καί Ἀλεξανδρείας.
Παρά τήν ἀπέλευθέρωσή του ὁ Πατριάρχης συνέχισε νά δέχεται ἰσχυρές πιέσεις ἀπό τήν Σοβιετική πλευρά πάνω σέ συγκεκριμένα ἐκκλησιαστικά ζητήματα, δηλαδή τήν μνημόνευση τῶν Σοβιετικῶν ἡγετῶν, τήν ἕνωση μέ τούς Ἀνακαινιστές καί τήν εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἡμερολογίου.

Ὁ Τύχων ἤθελε τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἀπολύτως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν Σοβιετική Πολιτεία καί γι' αὐτό δέν ταυτίσθηκε ὁ ἴδιος σάν πρόσωπο καί σάν ἡγέτης τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Τσαρισμό καί τήρησε ἀποστάσεις ἀπό τήν φιλομοναρχική πλευρά τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Μητροπ. Ἀντώνιος Κραποβίτσκυ.
Τήν 9. 12. 1923 ἔγινε ἡ πρώτη ἀπόπειρα κατά τῆς ζωῆς του, ὅταν δύο ἔνοπλοι μπῆκαν στήν Πατριαρχική Κατοικία καί σκότωσαν τόν στενό συνεργάτη του Μοναχό Ἰακώβ Πολοζώφ. Ἔγινε πλέον φανερό, ὅτι ἡ ζωή τοῦ Τύχωνος κινδύνευε. Ὁ στενός του φίλος Ἐπίσκοπος Μάξιμος τοῦ Σερπούχωφ (τότε λαϊκός γιατρός), διέσωσε πληροφορίες καί γιά ἄλλες ἀπόπειρες (τήν 22. 12. 1924 μία ὁπλισμένη γυναῖκα μπῆκε στό γραφεῖο τοῦ Πατριάρχη, μέ ἀποτέλεσμα νά κινδυνέψει ἡ ζωή κάποιου ἄλλου ἀτόμου· ἄλλοτε ὁ ἐπίδοξος δολοφόνος γύριζε μέσα στό δωμάτιό του χωρίς νά τόν βλέπει, ἐμποδιζόμενος ἀπό μία ἀνώτερη δύναμη! καί συνήθως τοῦ ἔστελναν δηλητηριασμένα φάρμακα).
Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του οἱ πιέσεις τῆς Κυβερνήσεως γιά συνεργασία ἦσαν καθημερινές. Εἶναι χαρακτηριστικά τά ἀκόλουθα λόγια του: "Θά ἦταν καλύτερα γιά μένα νά ἔμενα στήν φυλακή. Ὑποτίθεται, ὅτι εἶμαι ἐλεύθερος, ἀλλά δέν μπορῶ νά κάνω ἀπολύτως τίποτα. Διορίζω ἕναν Ἐπίσκοπο στό Νότο καί αὐτοί τόν παίρνουν στόν Βορρᾶ· στέλνω ἕναν ἄλλο στή Δύση καί αὐτοί τόν πᾶνε στήν Ἀνατολή"!
Τήν 12. 1. 1925 ὁ Πατριάρχης μπῆκε σέ μία κλινική, διότι παρουσίαζε καρδιολογικά προβλήματα καί ἔπασχε ἀπό ἄσθμα. Παρά τήν κατάσταση τῆς ὑγείας του δεχόταν καθημερινά τούς συνεργάτες του καί ἀσκοῦσε τά καθήκοντά του. Κάποτε τόν ἐπισκέφθηκε ὁ μυστικός πράκτορας Touchkov καί τοῦ παρουσίασε ἕνα σχέδιο παραιτήσεως ἀπό τόν Θρόνο. Ταυτόχρονα τοῦ πρόσφεραν ἄνετη διαμονή στόν εὔκρατο Νότο γιά ἀνάπαυση. Ὁ Τύχων ἀρνήθηκε λέγοντας: "Σύντομα θά ἔχω ἀφθονία χρόνου γιά ἀνάπαυση, τώρα πρέπει νά δουλέψω".

 
Ὁ Πατριάρχης Τύχων κοιμήθηκε τήν 25η Μαρτίου 1925, δηλητηρισμένος ἀπό πράκτορες τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας (κατά τήν ὁμολογία τοῦ Ἐπισκόπου Μαξίμου τοῦ Σερπούχωφ). Δύο ἡμέρες πρίν, τήν Κυριακή 23η Μαρτίου, τέλεσε τήν τελευταῖα του Θεία Λειτουργία καί χειροτόνησε τόν Ἐπίσκοπο Ἐφραίμωβ Σέργιο (ἔπειτα Ἐπίσκοπο Μπουζουλούκ, Ἱερομάρτυρα, ὁ ὁποῖος κατασπαράχθηκε ζωντανός ἀπό ἀρουραίους ! τό 1930). Τά τελευταῖα του λόγια ἦταν: "Ἡ νύχτα θά εἶναι βαθειά καί θά διαρκέσει πολύ" (κατά τόν διακονητή του Κωνσταντῖνο Panshkevich).
Τό γεγονός τῆς δολοφονίας του προκύπτει - ἐκτός ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ Ἐπισκόπου Μαξίμου - καί ἀπό τήν αὐτοβιογραφία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Πιτιρίμ Λαντίγκιν (Μεγαλοσχήμου Πέτρου, + 1957), τήν ὁποία διέσωσε ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος. Τίς σχετικές πληροφορίες ὁ ἀρχιεπ. Πιτιρίμ τίς εἶχε πάρει ἀπό τούς δύο διακονητές τοῦ Τύχωνος, τούς ὁποίους γνώριζε ἀπό παλιά, καί ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος τίς κατέγραψε ὅταν διάβασε τήν χειρόγραφη αὐτοβιογραφία τοῦ Πιτιρίμ, τήν ὁποία ἔγραψε λίγο πρίν τυφλωθεῖ.
Κατά τόν ἀρχιεπ. Πιτιρίμ ὅλα ἄρχισαν τό βράδυ τῆς παραμονῆς τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου (24. 3. 1925), ὅταν ὁ Πατριάρχης Τύχων ξεκίνησε γιά τόν Καθεδρικό Ναό, γιά νά χοροστατήσει στόν ἑσπερινό. Τότε ἐμφανίσθηκε ὁ Μητροπ. Τβέρ Σεραφείμ (Ἀλεξάντρωφ, ἤδη μυημένος στό σχέδιο σοβιετοποιήσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, στή συνέχεια συνεργάτης τοῦ Μητροπ. Σεργίου), ὁ ὁποῖος τόν ἐμπόδισε νά βγεῖ μέ τό αἰτιολογικό, ὅτι ἦταν ἀσθενής καί ἐπέμενε νά καλέσουν ἕναν γιατρό. Παρά τίς ἀντιρρήσεις τοῦ Τύχωνος ἐμφανίσθηκε ἕνας "γιατρός", τόν ἐξέτασε, τοῦ σύστησε νά ξαπλώσει καί ζήτησε ἀπό τόν ἕναν ἀπό τούς διακονητές νά τόν συνοδεύσει στό πλησιέστερο φαρμακεῖο, ὅπου ἕνα "φάρμακο" ἑτοιμάσθηκε ἀμέσως. Μόλις ὁ Πατριάρχης πῆρε τό "φάρμακο" κατέρρευσε! Ὅταν ἔφθασε ὁ προσωπικός του γιατρός, τόν βρῆκε ἀναίσθητο καί σ' αὐτή τήν κατάσταση τόν μετέφερε μέ ἀσθενοφόρο στό νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ, παρά τίς προσπάθειες τῶν γιατρῶν, ὁ Τύχων κατέλειξε, τήν 3η πρωϊνή τῆς 25ης Μαρτίου 1925.
Ἡ δολοφονία τοῦ Τύχωνος προκύπτει καί ἀπό τό ἰατρικό ἀνακοινωθέν τοῦ θανάτου του τό ὁποῖο ὑπογράφηκε στή Μονή Ντόνσκοϊ, ἐνῶ ὁ Πατριάρχης ἀπεβίωσε στό νοσοκομεῖο, καί σύμφωνα μ’ αὐτό ὁ θάνατός ἐπῆλθε τήν 11: 45 τῆς 25. 3. 1925.

Ἡ κηδεία του ἦταν κάτι τό πρωτοφανές γιά τήν ταραγμένη ἐκείνη ἐποχή. Παρά τίς κυβερνητικές ἀπαγορεύσεις τῶν δημοσίων λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων, οἱ καμπάνες ὅλων τῶν ναῶν τῆς Μόσχας κτυποῦσαν πένθιμα καί ἑκατοντάδες χιλιάδες πιστῶν παρακολούθησαν τόν ἐνταφιασμό του στή Μονή Ντόνσκοϊ, συμμετεχόντων 58 Ἐπισκόπων. Τό Λείψανο τοῦ Πατριάρχου κατατέθηκε στόν χειμερινό ναό τῆς Μονῆς.
Τόν Μάϊο τοῦ 1991, μετά τήν ἐπιστροφή τῆς Μονῆς στό Πατριαρχεῖο Μόσχας, κατά τήν διάρκεια ἐργασιῶν μετά ἀπό πυρκαγιά, βρέθηκε ὁ τάφος τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριάρχου καί τήν 19. 2. 1992 ἀνακομίσθηκε τό Λείψανό του, τό ὁποῖο βρέθηκε ἀδιάφθορο. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἄφθαρτα βρέθηκαν καί τά ἄμφια του, ἀκόμη καί τά φύλλα δάφνης πού ὑπῆρχαν στό φέρετρο (εἶχε κηδευθεῖ τήν Κυριακή τῶν Βαϊων τοῦ 1925). Σύμφωνα μέ αὐτόπτες μάρτυρες στό ἄφθαρτο Λείψανο τοῦ ἁγ. Τύχωνος μποροῦσε κανείς νά διακρίνει μέ εὐκολία τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἐνῶ ἡ εὐωδία του ἦταν καταπληκτική.
Τήν 23. 3. 1992 περίπου 50 Πατριαρχικοί Ἐπίσκοποι - μέ προεξάρχοντα τόν Πατριάρχη Ἀλέξιο Β’ - συμμετεῖχαν στή μεταφορά τοῦ Λειψάνου στό Καθολικό τῆς Μονῆς, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά πρῶτα ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς καί ἔπειτα ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. (Περιοδικό "Πληροφόρηση" Μητροπ. Δημητριάδος, φ. Ἰουλίου - Αὐγού-στου 1992, σελ. 3).Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 25η Μαρτίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 19η Φεβρουαρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου