Λύνει τὴ σιωπή της
ἡ «Φαναριωτικὴ Φερε-Φωνία»
«Ἀεὶ διαλέγεσθε!» Δὲν εἶναι διαφημιστικὴ παρότρυνση τῆς COSMOTE, ἀλλὰ ἕνα ἀπὸ τὰκαινοφανῆ δόγματα τῆς «νέας θεολογίας» τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ συγκεκριμένα τοῦ θεολόγου Παναγιώτη Ἀνδριόπουλου. Μὲ ὁδοδείκτη τὴ φράση αὐτὴ ὁ κ. Ἀνδριόπουλος ἔλυσε τὴ μακρὰ σιωπή του καὶ πῆρε θέση στὴ φλέγουσα διαφωνία τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Μεσσηνίας καὶ Κυθήρων.
Ἀνησυχία τῶν Οἰκουμενιστῶν γιὰ τοὺς Ὀρθόδοξους Ἐπισκόπους
Ὁ κ. Ἀνδριόπουλος, ἔπειτα ἀπὸ τὴ βαθιὰ σιγὴ στὴν ὁποία εἶχε περιπέσει μετὰ τὴνἀποστομωτικὴ γι᾽ αὐτὸν καὶ τὸν κ. Ν. Παπαχρήστου παρουσία τοῦ ἈρχιεπισκόπουἈθηνῶν κ. Ἱερωνύμου στὴν ἡμερίδα τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς κατὰ τοῦ πρωτείου, ἐπέκρινε -μολονότι λαϊκὸς- τὸν Μητροπολίτη Κυθήρων κ. Σεραφείμ, ἐπειδὴ διατύπωσε καὶ ἀπέστειλε γραπτῶς στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τὶς ἐπιφυλάξεις του γιὰ τὸ ἐκκλησιολογικὸ φρόνημα τοῦ Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, ἐκπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὸ θεολογικὸ διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, μὲ βάση ἐκκλησιολογικὰἀπαράδεκτες θέσεις τοῦ Μεσσηνίας.
Ἡ ἐπανέναρξη λειτουργίας τῶν πομπῶν τῆς «Φαναριωτικῆς Φερε-Φωνίας» στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτή, δείχνει τὴν ἀνησυχία τῶν Οἰκουμενιστῶν Κωνσταντινουπόλεως καὶἙλλάδας γιὰ τὴ δυναμικότητα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἀντι-οἰκουμενιστικὴ δραστηριοποίηση τῶν ἁπλῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ἔχει περάσει γιὰ τὰ καλὰ καὶ στὸ χῶρο τῶν Ἐπισκόπων.
Δυστυχῶς γιὰ τὸν κ. Ἀνδριόπουλο, τὸ σκιάχτρο (φόβητρο) τοῦ σχίσματος μὲ τὸ ὁποῖο προσπάθησε νὰ σκιάσει τὴν θαρραλέα ἀντίδραση τοῦ Σεβασμιωτάτου Κυθήρων, ἦταν «συντετριμμένον». Διότι τὸ κείμενο δὲν στάλθηκε ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Κυθήρων στὸνἱστοχῶρο (ὄντως ὑπερβολικῶν θέσεων ἐνίοτε) τὸν τιτλοφορούμενο «Ἀποτείχιση», ἀλλὰδιέρρευσε σ᾽ αὐτὸν ἀπὸ κάποιον ἀπὸ τοὺς Μητροπολίτες – παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Κυθήρων, ὅπως διέρρευσε καὶ στὴν «Ἐλεύθερη Ὥρα», ἀντίθετα ἀπ᾽ ὅ,τι συμπεραίνει ὁ κ. Ἀνδριόπουλος.
Ἄνισα σταθμὰ καὶ «κακοὶ λογισμοὶ»
στὴν κριτικὴ τοῦ κ. Παναγιώτη Ἀνδριόπουλου
Πρὶν περάσουμε στὰ κείμενα τῶν δύο Μητροπολιτῶν, ἂς σχολιάσουμε λίγο τὰ μέτρα εὐθυκρισίας τῶν κ.κ. ᾽Ανδριόπουλου καὶ Παπαχρήστου.
Ὁ κ. Ἀνδριόπουλος θεωρεῖ δεδομένο ὅτι τὸ μὲν Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως καλὰ καὶ δίκαια μπορεῖ νὰ «προειδοποιεῖ» τὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία γιὰ ὁποιαδήποτε ἀπόκλισή της ἀπὸ τὰ δόγματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ («ἀδιαλείπτως συμπροσεύχεσθε» καὶ «ἀεὶδιαλέγεσθε»), ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν ἀναγνωρίζει στὸν Κυθήρων τὸ ἀναφαίρετο δικαίωμά τουὡς Ἐπισκόπου νὰ ἐκφέρει γνώμη ἐπὶ τῆς οὐσίας ἤ τῆς διατύπωσης τῶν ἐπὶ τῆςἐκκλησιολογίας κειμένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στοὺς Διαλόγους μὲ τοὺςἑτεροδόξους. Ἔτσι οἱ Οἰκουμενιστὲς τῆς νοοτροπίας τοῦ κ. Ἀνδριόπουλου ἀντικατέστησαν τὴ Συνοδικότητα καὶ διαχρονικότητα τῆς Ἐκκλησίας -καὶ μάλιστα ἐπίσημα διὰ στόματος τοῦ Ἀρχιγραμματέως κ. Ἐλπιδοφόρου Λαμπρινιάδη1- μὲ μία «Προεδρικὴ Δημοκρατία» τῆς Ὀρθοδοξίας, κατὰ τὴν ὁποία ὅποιος συμπορεύεται μὲ τὸν Οἰκουμενιστὴ Πρόεδρο – Προκαθήμενο (π.χ. κ. Βαρθολομαῖο) εἶναι δημοκρατικά… «περισσότερο ἴσος» ἀπὸ ἕναν ποὺ διαφωνεῖ (ὅπως ὁ Κυθήρων) καὶ ἔτσι εἶναι δημοκρατικά «λιγότερο ἴσος».
Μετὰ τὴν ἀνακρίβεια περὶ τῆς δημοσιεύσεως τοῦ κειμένου τοῦ Κυθήρων δῆθεν ἐπιλεκτικὰ στὴν «Ἀποτείχιση», ὁ κ. Ἀνδριόπουλος προχωρεῖ καὶ στὴν ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων βάσει τῶν κακῶν του λογισμῶν κατὰ τῶν «φανατικῶν» τῆς Ὁμολογίας Πίστεως: (α) ὅτι εἶναι στενὴ ἡ σχέση τοῦ Κυθήρων μὲ τοὺς φανατικοὺς «ἀφοῦ τοὺς μνημονεύει καθαρότατα» (ἀναπόφευκτο συμπέρασμα τῆς λογικῆς!), (β) ὅτι ὁ Κυθήρων μέμφεται τοὺς ἀρχαιότερους Μητροπολίτες ἐπὶ σιωπῇ γιὰ τὰ θέματα τῆς Πίστεως καὶ ἀνάγει ἑαυτὸν εἰς θεματοφύλακα τῆς Πίστεως, διότι (γ) θεωρεῖ δῆθεν ὅτι οἱ ὑπόλοιποι ὑπνώττουν ἢφοβοῦνται τὸ ἐκκλησιαστικὸ κόστος -κατὰ τὸν καρδιογνώστη κ. Ἀνδριόπουλο- (δ) ὅτι προωθεῖ… καθαίρεση τοῦ Μεσσηνίας μὲ τὴ φράση «οὐδὲ ὡς ἐπίσκοπος δύναται τοῦ λοιποῦ νὰ λογίζεται» καὶ (ε) ὅτι τὴ θέση τοῦ Μεσσηνίας στὴν ἀντιπροσωπεία τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας στοὺς διαλόγους κάποιοι ἐποφθαλμιοῦν.
Σὲ αὐτὰ θέλουμε νὰ σχολιάσουμε συντόμως τὰ ἑξῆς: (α) ἐὰν ἡ ἐπίκληση καὶ μνημόνευση τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τύπου συγκεκριμένης κατεύθυνσης ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Κυθήρων δηλώνει «στενή σχέση μὲ φανατικοὺς» τότε ἡ ἐπίδοση τοῦΚορανίου ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη ὡς δώρου σὲ μουφτῆδες ἢ ἡ ἀναγνώριση τῆς δράσης τοῦ Θεοῦ στὸν σύγχρονο Ἰουδαϊσμὸ ἀπὸ τὸν κ. Βαρθολομαῖο (πρόσφατο ταξείδι στὶς ΗΠΑ) τί δηλώνει; Καὶ γιατί ἡ ἐκκλησιολογικὴ εὐθιξία τοῦ κ. Ἀνδριόπουλου ἐν προκειμένῳ σιωπᾶ; Ὡς πρὸς τὰ (γ) καὶ (ε) ὁ κ. Ἀνδριόπουλος προσπαθεῖ ἐμφανῶς νὰ βάλει κακοὺς λογισμοὺς κατὰ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μεσσηνίας, ἑρμηνεύοντας τὴ συμπεριφορά συνανθρώπου του (καὶ δὴ Ἀρχιερέως) κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ συμφέρον, ὡς ἀπότοκο ζήλειας, φθόνου καὶ ὑπερηφάνειας. Ὅμως τὸ γράμμα τοῦ ἁγίου Κυθήρων εἶναι εὐγενέστατο, διασώζοντας ὅμως καὶ τὴν αἴσθηση τῆς σοβαρότητας τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ σφάλματος τοῦ κ. Χρυσοστόμου Μεσσηνίας. Στό (β), ἂν ὁ κ. Σεραφείμ, κατὰ τὸν κ. Ἀνδριόπουλο, δὲν ἔχει δικαίωμα ἔκφρασης γνώμης ἔστω καὶ ἔσχατος ἀνάμεσα στοὺς Ἐπισκόπους, τότε τί κάνει στὴ Σύνοδο; Τὸν διάκοσμο; Καὶ ἂν ἀποτελεῖ προσβολὴ πρὸς τοὺς ἀρχαιοτέρους Ἀρχιερεῖς ἡ ἔκφραση γνώμης ἑνὸς νεωτέρου Ἐπισκόπου μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ μῆνες ὑπομονῆς, καὶ ἐνῷ ἐπίκειται συνάντηση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στὴ Βιέννη πολὺ σύντομα, τότε ἡ ἀνόρθωση τοῦ ἀναστήματος λαϊκῶν θεολόγων, ὡς τοῦ κ. Ἀνδριόπουλου, ἐναντίον ἑνὸς Ἀρχιερέως σεμνοῦ καὶ καταρτισμένου καὶ μὲ λιπαρὴ γνώση τῆς Θεολογίας τί εἶναι ἀφοῦ μάλιστα πρόκειται νὰ ἀσχοληθεῖ ἡ Σύνοδος; Ἤ δὲν γνωρίζουμε ὅτι ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ δυσβάστακτο ὄγκο κειμένων, ὁπότε εἶναι ἐνδεχόμενη ἡ παραδρομὴ τέτοιων «λεπτομερειῶν» σὲ ἐκκλησιολογικὰ κείμενα; Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι στὰ θέματα Πίστεως ὅλοι ἔχουν δικαίωμα γνώμης -καὶ οἱ λαϊκοὶ ἀκόμη, ἀλλὰ μὲ τὸν δέοντα σεβασμό- ὅπως ἀπερίφραστα δηλώνουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἡ δὲ κρίση γίνεται βάσει τῆς διαχρονικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας2. Τέλος (ε) ὁ κ. Ἀνδριόπουλος αὐθαίρετα ἑρμηνεύει τὰλόγια τοῦ Σεβασμιωτάτου Κυθήρων ὡς παρότρυνση πρὸς καθαίρεση τοῦ Μεσσηνίας. Καὶ ἐνῷ ἡ ἑρμηνεία αὐτή εἶναι τὸ λιγότερο ἀστεία, ἂς μὴ λησμονεῖ ὁ κ. Ἀνδριόπουλος, ὅτι οἱ ἱεροὶ Κανόνες θεωροῦν ψευδεπισκόπους ὅσους διδάσκουν ἐπίμονα παρὰ τὰ καθιερωμένα Δόγματα καὶ τοὺς Πατέρες (ΙΕ΄ Κανὼν τῆς ΑΒ΄ [Πρωτοδευτέρας] Συνόδου) ἀπομονώνουν δὲ ὅσους Ἐπισκόπους δὲν μεριμνοῦν γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία (Κανών ΡΛΒ΄ [ἤ ΡΚΓ΄] τῆς ἐν Καρθαγένῃ Τοπικῆς Συνόδου)3 καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες βλέπουν οὐσιαστικῶς ἐκτὸς Ἐκκλησίας ὅσους ἑτεροδιδάσκουν, ἀφοῦ δὲν ἔχουν τὸν «νοῦν Χριστοῦ», οὔτε καὶ τὸ Πνεῦμα Του4.
Προφανῶς ἡ στάση τοῦ κ. Ἀνδριόπουλου εἶναι «παντὶ σθένει» ὑπεράσπιση τοῦ κύρους τοῦ Σεβασμιωτάτου Μεσσηνίας, διότι ὁ Σεβασμιώτατος Μεσσηνίας ἀποτελεῖ τὴν προφυλακὴ τῶν φαναριωτικῶν βλέψεων στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, περιβεβλημένος μάλιστα καὶ τὴν ἀκαδημαϊκὴ ἰδιότητα (ὄχι πάντως καὶ τὴν ἀνάλογη κατάρτιση).
Πάντως ὁ κ. Ἀνδριόπουλος καὶ μὴ θέλοντας, στὴν τελευταία παράγραφο τοῦ σχολίου του φανερώνει ἐν ἑαυτῷ τὴν «ἀδιάλειπτον ἐν τῇ καρδίᾳ ὀδύνην» τῶν Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν νὰ προβοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι σὲἀποτείχιση, ὥστε νὰ συκοφαντηθοῦν, ἀποδυναμωθοῦν καὶ ἀπομονωθοῦν. Ὁ κ. Ἀνδριόπουλος «ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων» τῆς «Φαναριωτικῆς Φερε-Φωνίας» φθάνει στὸ σημεῖο νὰ προτείνει τὴν προσαγωγὴ καὶὑποχρέωση σὲ μεταμέλεια τῶν Ἀρχιερέων ποὺ ὑπέγραψαν τὴν Ὁμολογία Πίστεως γιὰ νὰμὴ «δημιουργοῦν (οἱ φανατικοί) προβλήματα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας».Ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ προβλήματα; Ἡ εὐθαρσής, κατοχυρωμένη καὶ δίκαιη διαφωνία τῶν Ὀρθοδόξων γιὰ τὶς οἰκουμενιστικὲς ἀλλοιώσεις τῆς Ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας. Ὁ «ὡς ἀεὶ διαλεγόμενος» κ. Ἀνδριόπουλος δὲν ὑποφέρει τὸν ὀρθόδοξο ἀντίλογο στὴν οἰκουμενιστικὴ προδοσία καὶ προτείνει «ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν» τῶν ἀντιδρώντων, πρὸς τέρψιν τοῦ Φαναρίου. «Ὄμορφος κόσμος, ἠθικός, νεο-εποχικὰ φτιαγμένος». Ἀλλὰ ποιά εἶναι ἡ θεολογικὴ ὑποδομὴ τοῦ κ. Π. Ἀνδριόπουλου;
Ὁ Π. Ἀνδριόπουλος δὲν ἐκκλησιολογεῖ μὲ ὀρθόδοξα κριτήρια
Ὁ κ. Π. Ἀνδριόπουλος, θεολόγος, εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνεςπρότεινε τὴν πρωτοφανῆ ἐκκλησιολογικὴ θέση (χάριν τῆς «ἐκκλησιαστικοποιήσεως» παπικῶν καὶπροτεσταντῶν) ὅτι αἱρετικοὶ εἶναι μόνον ὅσοι καταδικάστηκαν ὡς τέτοιοι ἀπὸΟἰκουμενικὴ Σύνοδο. Βάσει τῆς λογικῆς αὐτῆς τῆς «νέας θεολογίας» τοῦ κ. Ἀνδριόπουλου, ἡ φράση τῆς Καινῆς Διαθήκης «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶδευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτον 3, 10) θὰ ἔπρεπε νὰ συμπληρωθεῖ καὶ μὲ τὸν προσδιορισμὸ «καὶ μετὰ μίαν καὶ δευτέραν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον». Φαίνεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μεταθέτει τὴν ἰσχὺ τῆς νουθεσίας του αὐτῆς σὲ καμμιὰ τριακοσαριὰ χρονάκια ἀργότερα. Ὅμως ὁ ΙΕ΄ Κανὼν τῆς ΑΒ´ Συνόδου θεωρεῖ τὴν ὁμοφωνία τῶν Πατέρων ἰσόκυρη μὲ τὴν ἀπόφαση Συνόδου ἐναντίον κάποιας αἱρέσεως («… δι᾽ αἵρεσίν τινα παρὰτῶν ἁγίων Συνόδων, ἢ Πατέρων, κατεγνωσμένην…») ὅπως κάνει ἄλλωστε σὲ εὐρύτερο πλαίσιο καὶ ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ («ἡ ἀλήθεια ἠμπορεῖ νὰ ἀποκαλυφθῆ καὶ ἄνευ συνόδου»)5. Οἱ ὁρισμοὶ τῆς αἵρεσης ἀπὸ τοὺς Πατέρες πουθενὰ δὲν ἀναφέρουν τὸ ἐφεύρημα τοῦ κ. Ἀνδριόπουλου ὡς προϋπόθεση χαρακτηρισμοῦ τῆς αἵρεσης6.
Ἡ νέα καινοτομία τοῦ κ. Π. Ἀνδριόπουλου, στὸ τελευταῖο κείμενό του εἶναι ἡκατακλείδα τοῦ κειμένου του «Ἡ Ὀρθοδοξία πορεύεται ὡς ἀεὶ διαλεγομένη», ἡ ὁποία θυμίζει μὲν στίχο ἀπὸ ποίημα τοῦ Ἐλύτη καὶ προέρχεται μᾶλλον ἀπὸ τὰ φιλοσοφικὰδοκίμια τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ἰωάννη, ὅμως δὲν ἔχει οὐδεμία σχέση μὲ τὴνἀληθινὴ Ὀρθοδοξία ἡ ὁποία εὐαγγελικῶς πορεύεται «μαθητεύουσα πάντα τά ἔθνη»καὶὄχι διαλεγομένη (Ματθ. 28, 19), ἡ ὁποία «ἐλέγχει, ἐπιτιμᾶ, παρακαλεῖ» (Β´ Τιμ. 4, 2), ἡὁποία παραιτεῖται τοὺς ἐξεστραμμένους «μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν» (Τίτον 3, 10.11), καὶ ἡ ὁποία ἐπαγωνίζεται νὰ φυλάξει ἀνόθευτη τὴν«ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖςἉγίοις Πίστιν» (Ἰούδα 3),τινάζουσα τοὺς πόδας της στὶς πόλεις ποὺ δὲν τὴν δέχονται (Λουκ. 9, 5) καὶ ἐπιβάλλουσα σιωπὴ στὸ «πνεῦμα πύθωνος» ποὺ ἀνακατεύει ἀλήθεια καὶψεῦδος, ἀλήθεια στὰ λόγια καὶ ψεῦδος στὴν πράξη χωρὶς νὰ διαλέγεται μὲ αὐτό (Πράξ. 16, 17.18). Ἂς μᾶς συγχωρήσει ὁ κ. Ἀνδριόπουλος, ἀλλὰ ἢ δὲν πιστεύει στὴν Ἁγία Γραφή, ἢ τὴν ἀγνοεῖ ἢ… ἔχουν ἐκπέσει σελίδες ἀπὸ τὸ ἀντίγραφο ποὺ χρησιμοποιεῖ.
Στὸ πεδίο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ὁ κ. Ἀνδριόπουλος, ἀφοῦ ἔχει διαγράψει 17 αἰῶνες ἐκκλησιαστικοῦ βίου, συνειδητοποιεῖ ὅτι στὴν Ἱστορία τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρώτη φορά συμβαίνει «Ἕνας Μητροπολίτης νὰ ἀπαιτεῖ Ὁμολογία Πίστεωςἀπὸ ἕναν ἄλλον». Οἱ ἐπιστολὲς Ἐπισκόπων μεταξύ τους πρὸ τῶν Συνόδων, πολλὲς τῶν ὁποίων ἀποτελοῦν δογματικὰ μνημεῖα, τί ἄλλο εἶναι παρὰ Ὁμολογία Πίστεως, μὲ χαρακτηριστικότερες αὐτὲς μεταξὺ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ Νεστορίου; Μήπως οἱ Μητροπολίτες μετὰ τὴν ἑλλαδικὴ ἐκκλησιαστικὴ Αὐτοκεφαλία κατέστησαν «ex cathedra» ἀλάθητοι καὶ δὲν ὑποχρεώνονται νὰ εἶναι ἀποστολικῶς «ἕτοιμοι πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷαἰτοῦντι λόγον περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος;» (Α´ Πέτρου 3, 15). Ἔλεος κ. Ἀνδριόπουλε!!!
Ἄσφαιρη ἡ ἀπάντηση τοῦ Μητροπολίτη Μεσσηνίας
Ὡς πρὸς τὸν κ. Παπαχρήστου («δημοσιογραφικῆς ἀντικειμενικότητας τὸ ἀνάγνωσμα!»), ὁ ὁποῖος συμπορεύεται «σιγανοποταμηδόν» μὲ τὸν κ. Ἀνδριόπουλο, τί νὰ ποῦμε; Ἡ ἐκτίμησή του ὅτι ἡ ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Μεσσηνίας στὸν ἅγιο Κυθήρων ἀποτελεῖ «καταπέλτη»(!) ὀφείλεται μᾶλλον στὸ ὅτι τὸ διαμέτρημα τῆς θεολογικῆς – ἐκκλησιολογικῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Χρυσοστόμου, ὁ κ. Παπαχρήστου τὸ μετρᾶ μὲγνώμονα τὸ θεολογικὸ βεληνεκὲς τοῦ συνεργάτη του, τοῦ κ. Ἀνδριόπουλου. Μὲ ἕνα κείμενο ποὺ οὐσιαστικὰ συνοψίζεται στὸ ἐπιχείρημα ὅτι «ἀφοῦ μέχρι τώρα κανεὶς δὲν ἀμφισβήτησε τὴν ὀρθοδοξία μου, πῶς τὴν ἀμφισβητεῖ τώρα ὁ Κυθήρων», ὁ Σεβασμιώτατος κ. Μεσσηνίας προσπάθησε νὰ ἀντιδράσει στὴ δίκαιη ἐπίκριση τῆς ἐσφαλμένης του ἐκκλησιολογίας ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κυθήρων. Παράλληλα, ἀδίκως ἐντόπισε ὅτι ὁ ἅγιος Κυθήρων «ἄκριτα, καθ᾽ ὑπόδειξη καὶ καθ᾽ ὑπαγόρευση» ἐπαναλαμβάνει ἐπιχειρηματολογία «παρεκκλησιαστικῶν» κύκλων, ἐνῶ ἐκτόξευσε καὶ «μπηχτή» γιὰ τὰ «ἱερωνυμικὰ – ὀργανωσιακά» ἐνδιαφέροντα τοῦ ἁγίου Κυθήρων, καταλήγοντας νὰ τὸν χαρακτηρίσει… σχεδὸν προτεστάντη («προτεσταντικοῦ τύπου πρεσβυωπικὰ γυαλιά».).
Ὁ πυρήνας τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ ἁγίου Μεσσηνίας βρίσκεται σὲ μόλις τέσσερις σειρές κειμένου («Συστήνω λοιπόν» ἕως «ἀξιόπιστων “μαρτύρων”»), ὅπου κατὰ πολὺ παράδοξο τρόπο, ἀλλὰ μὲ βάση τῆς «νέας θεολογίας» τὴ νέα λογικὴ ὁ κ. Χρυσόστομος ἐπικαλεῖται πρὸς ἀπόδειξη τῆς Ὀρθοδοξίας του ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὴ συμφωνία του μὲ τοὺς Καθηγητὲς Ἰωάννη Καρμίρη καὶ π. Β. Στεφανίδη, οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶχανἐπηρεασθεῖ ἀπὸ τὸ οἰκουμενιστικὸ κλίμα τῆς ἐποχῆς τους. Λησμονεῖ ὁ κ. Χρυσόστομος Μεσσηνίας ὅτι ὁ ἀείμνηστος Καρμίρης μ᾽ ὅλη του τὴν τεράστια ἀξία, ὑπῆρξε θαυμαστὴς τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη7(πρὶν τὴ γνωριμία του μὲ τὴ θεολογία τοῦ π. Ἰω. Ρωμανίδη)8; Ἐπίσης ὁ π. Β. Στεφανίδης, ἐπιφανὴς ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικός, εἶχε τόσο θολὴ ἀντίληψη περί τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ ἀπόσταγμα ἤ μᾶλλον τὸἀποκορύφωμα τῆς περὶ θεώσεως διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, βασισμένης στὸν ἔνθεο βίο, ὥστε στὴν «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία» του (ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1959, σελ. 434 ἑ.) κατανοεῖ τόν Ἡσυχασμό μόνον ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς διένεξης Ἀνατολῆς – Δύσης, μυστικισμοῦ καὶ κληρικαλισμοῦ κ.λπ.
Πάντως, ὁ Σεβασμιώτατος Μεσσηνίας ἀποφεύγει ἐπιμελῶς νὰ στηρίξει τὰ λεγόμενά του στοὺς Ἁγίους Πατέρες. Εἶναι σαφὴς ἡ θέση τῶν Ἁγίων Πατέρων,«παγχρύσων στομάτων τοῦΛόγου», ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν διαιρεῖται ποτέ, ἐξ αἰτίας τῶν σχισμάτων, τὰ ὁποῖα ἁπλῶς ἐκπίπτουν ὡς νεκρὰ μέρη ἀπὸ τὴν Ζῶσα Ἄμπελο καὶ ξηραίνονται (πρβλ. Ἰωάν. 15, 4-6). Λέγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης χαρακτηριστικά: «Ἡ Ἐκκλησία ἔχει παραμείνειἄσχιστη καὶ ἀδιαίρετη, καὶ θὰ διαμένῃ ἔτσι στὸν αἰῶνα, καθὼς θὰ ἀφαιροῦνται ἀπὸαὐτὴν καὶ θὰ ἀποδιώκονται αὐτοὶ ποὺ ἐφρόνησαν καὶ ἔπραξαν κακά, ὅπωςἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν ἄσειστη παράλια πέτρα, τὰ κύματα ποὺ καταπίπτουν πάνω της» (PG 99 1001D-1004A).
Πρὸς μία πλήρη ἐκκλησιαστικὴ δικτατορία
Οἱ ἀναμεταδότες τῆς οἰκουμενιστικῆς προπαγάνδας στὴν Πατρίδα μας, συσπειρωμένοι γύρω ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὴν «Μεγάλην Ἐκκλησίαν ἐν αἰχμαλωσίᾳ», αἰχμαλωσία στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σὰν γύρω ἀπὸ ἕνα ὁρατὸ σημεῖο ἑνότητας συγκρητιστικῆς στὸ ψεῦδος τοῦ θεολογικοῦ σχετικισμοῦ, παροτρύνουν τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας σὲ συμπόρευση μὲ μία νέα ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση. Ἡ κατάσταση αὐτὴ προέκυψε ἀπὸ τὴ μετοχέτευση τῆς νεο-ταξικῆς νοοτροπίας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνιστᾷ μία ἰδιότυπη ἐκκλησιαστικὴ δικτατορία. Σὲ αὐτὴν ἡ δικαιοσύνη δὲν εἶναι τυφλή,ἀλλὰ μονόφθαλμη. Ἐπιτρέπεται νὰ ὑβρίζεις τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ ὄχι νὰ ἀμφισβητεῖς τοὺς Οἰκουμενιστὲς Προκαθημένους. Ἐπιτρέπεται νὰ ἀμφισβητεῖς τὴν Συνοδικότητα καὶ νὰ προτάσσεις τὸ Πρωτεῖο χάριν ἑνὸς Παπισμοῦ δυτικοῦ ἢ φαναριοκεντρικοῦ,ἀλλὰ ὅπου οἱΟἰκουμενιστὲς εἶναι πλειοψηφία, ὀφείλεις νὰ εἶσαι «μὲ τὴ Σύνοδο» καὶ ὄχι μὲμεμονωμένους ἀντι-οικουμενιστὲς Ἐπισκόπους. Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι ἔχουν τὸ δικαίωμα ἐπέμβασης σὲ γειτονικὴ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία (π.χ. ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης στὴν Ἑλλάδα) ἀλλὰ οἱ ἀντι-οικουμενιστὲς δὲν ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ συνδράμουν διακριτικὰ τοὺς ἀντι-οικουμενιστὲς τῆς γείτονος χώρας (π.χ. ὁ Πειραιῶς τοὺς τῆς Κύπρου ἢ τὸν Κοσσυφοπεδίου). Ἂν ἕνας οἰκουμενιστὴς κληρικὸς ἔχει «κραυγαλέα κουσούρια» -λέγε «προσωπικὰ δεδομένα»- καλύπτεται, ἐνῷ ἕνας ἀντι-οικουμενιστὴς σεμνὸς κληρικὸς γίνεται βορᾶ τῶν λασπολόγων τῆς φαναριωτικῆς καὶ λοιπῆς οἰκουμενιστικῆς φερε-φωνίας. Ἂν μιά τοπικὴ Ἐκκλησία ἀφίσταται τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (π.χ. Γεωργία, Βουλγαρία) ὑφίσταται ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς τὰ πάνδεινα· ἂν ὅμως μία ἄλλη ἔχει de facto ἑνωθεῖ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς (ὅπως τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας) εἶναι … πλῆρες καὶἰσότιμο μέλος τῆς -κατὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς- Ἐκκλησίας.
Ἀρχαῖοι ἱεροὶ Κανόνες ποὺ ρυθμίζουν τὶς σχέσεις μὲ τοὺς αἱρετικοὺς παραβλέπονται καὶ καταπατοῦνται κατὰ συρροή, ἐνῷ οἱ σχετικοὶ μὲ τὶς δικαιοδοσίες τηροῦνται σὰν τὸ Εὐαγγέλιο, μολονότι «εἴωθε τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα συμμεταβάλλεσθαι τοῖς πολιτικοῖς». Στὸ ὄνομα ἑνὸς προτεσταντίζοντος λαϊκισμοῦ οἱ Οἰκουμενιστὲς ἐπιτηδεύουν ριζικὴ ἀλλοίωση ὅλης τῆς Παράδοσης, ἀλλὰ ὅταν δοῦν ὀργανωμένη ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς λαϊκούς, τοὺς περιθωριοποιοῦν ὡς φανατικοὺς χρησιμοποιώντας κληρικαλιστικὰ τὴν αὐθεντία τους.Πρόθυμα χρησιμοποιοῦν μοναχοὺς γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν οἰκουμενιστικῶν μεθοδεύσεών τους, ἀλλὰ ὅταν δέχονται ἐπικρίσεις ἀπὸ Μοναχοὺς γιὰ τὴν προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας, τοὺς συνιστοῦν «νὰ τὸ βουλώσουν» καὶ νὰ κάνουν… κομποσχοίνι ὑπὲρ τῆςὈρθοδοξίας (!).
Ἀποστρέφονται τοὺς ζηλωτὲς τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου, διότι ἐνδέχεται «νὰδημιουργηθεῖ σύγχυση» ἐφ᾽ ὅσον οἱ ζηλωτὲς εἶναι… «ἐνδεδυμένοι Ὀρθόδοξοι» (!) – παρὰ ταῦτα συγχρωτίζονται οἱ Οἰκουμενιστὲς μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ γελοιοποιοῦνται δίνοντας τὴν ἐντύπωση παγκοσμίως ὅτι εἶναι Οὐνῖτες. Ἂν βροῦν ἕνα σημεῖο τῆς πατερικῆς θεολογίας τῶν Ἁγίων ποὺ νομίζουν ὅτι εὐνοεῖ τὸν Οἰκουμενισμό τους, τὸκάνουν «παντιέρα», ἐνῷ τοὺς σύγχρονους ἀντι-οἰκουμενιστὲς θεολόγους τοῦἀκαδημαϊκοῦ χώρου τοὺς περιφρονοῦν ὡς μειοψηφία, παρὰ τὴν βαρύτητα καὶ ἔκταση τῆς σχετικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον κάθε συγκρητισμοῦ, πάνω στὴνὁποία οἱ ἀντι-οἰκουμενιστὲς βασίζονται.
Οἱ Οἰκουμενιστὲς ἔχουν «ἐμπαθῆ προσκόλληση» στὴν ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς (μαντέψτε γιατί…) καὶ παραβλέπουν ἄλλες ἀρετές, τῆς ἀνδρείας, τῆς ὁμολογίας, τῆς ἀ-φιλοδοξίας, τῆς ἀμνησικακίας, τῆς νηστείας κ.ἄ. Πιστεύουν ὅτι «ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δρᾷ σέ κάθε θρησκεία καὶ θὰ σώσει κάθε ἄνθρωπο», ἀλλὰ δὲν πιστεύουν ὅτι θὰ τοὺς βοηθήσει νὰ διατηρήσουν τὴν Ἀλήθεια ἀνόθευτη ἐνώπιον κάθε κινδύνου, μολονότι ὁ Κύριος τὸ ὑποσχέθηκε.
«Ζηλοῦντες» (;) τὴν κατάσταση τῶν Φαρισαίων, ἀφ᾽ ἑνός«οἰκοδομοῦν τοὺς τάφους τῶν Προφητῶν καὶ κοσμοῦν τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων», τῶν Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν,Ἱεραρχῶν ἐκείνων, ὅσοι ὁμολόγησαν κατὰ τοῦ παπισμοῦ ἢ καὶ μαρτύρησαν ἀπὸ τοὺς παπικούς· ταυτόχρονα, ἀνακηρύσσουν τὸν παπισμὸ «ἀδελφὴ Ἐκκλησία» καὶ τὸν Πάπα «Ἀδελφὸν Ἁγιώτατον Ἐπίσκοπον Ρώμης» καὶ ἔτσι, κατὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦμαρτυροῦν «ἑαυτοῖς ὅτι ἀδελφοί εἰσι τῶν φονευσάντων τοὺς Προφήτας» (Ματθ. 23, 29.31), τοὺς Ὁμολογητές, Μάρτυρες καὶ Ἱεράρχες, ὅτι εἶναι ἀδελφοὶ τῶν Καρδιναλίων, τῶν Σταυροφόρων καὶ τῶν παπικῶν, νεο-Σταυροφόρων καὶ νεο-ναζί, τῶν Οὐστάσι! Ποιοί; Ἀκόμη κι ἐκεῖνοι οἱ Οἰκουμενιστὲς (ὅπως ὁ Σεβασμιώτατος Ἀθανάσιος Γιέβτιτς), οἱ ὁποῖοι ἐπόπτευαν πνευματικὰ τὰ σερβικὰ στρατεύματα στὴν ἄμυνά τους κατὰ τῶν παπικῶν καὶ μουσουλμάνων στὴ Βοσνία καὶ ἀλλοῦ καὶ τοὺς βλέπαμε νὰ ἀτενίζουν περίλυποι τὶς σοροὺς Σέρβων ἐθνομαρτύρων καὶ τὰ ἐρείπια τῶν Σερβικῶν Ναῶν, ἔργα τῶν χειρῶν τοῦ Βατικανοῦ!
Τί θά κάνουμε λοιπόν; Ἡ φωνὴ τῆς ἀποστασίας «ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων» μᾶς καλεῖ σὲ συντονισμὸ μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ «Φερεφωνία» δυνάμει μιᾶς «νέας θεολογίας», «νέας ἐκκλησιολογίας» καὶ «νέας Ὀρθοδοξίας». Τῆς νεωτεροποιΐας οἱ ἐξωραϊστές, «décorateur», θεολόγοι διαπλεκόμενοι μὲ δημοσιογράφους εἶναι τὰ φερέφωνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων». Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἀντισταθοῦμε μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ
1. Ὁ Ἀρχιμανδρίτης κ. Ἐλπιδοφόρος Λαμπρινιάδης, Ἀρχιγραμματέας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, σὲ κείμενό του («Ἐπίσκεψις» 698 [31-3-2009]) ἀρνεῖται τὴν ἀνωτερότητα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ προκρίνει τὸ Πρωτεῖο: «Ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου τινὸς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑνὸς πρωτείου τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ἐνσαρκώσει παρὰ κάποιος Πρῶτος – τουτέστι κάποιος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ προνόμιο νὰ εἶναι ὁ πρῶτος μεταξὺτῶν ἀδελφῶν του Ἐπισκόπων- συνιστᾷ αἵρεση. Εἶναι ἀπαράδεκτο αὐτὸ ποὺ συνήθως λέγεται,ὅτι ἡ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων διασφαλίζεται εἴτε ὑπὸ μιᾶς κοινῆς πίστεως καὶλατρείας εἴτε ὑπὸ τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ παράγοντες εἶναιἀπρόσωποι [...]. Ἑπομένως, ἐπὶ πανορθοδόξου ἐπιπέδου ἡ ἀρχὴ τῆς ἑνότητας δὲν μπορεῖ νὰστηρίζεται ἐπὶ μιᾶς ἰδέας ἢ ἑνὸς θεσμοῦ, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι κάποιο πρόσωπο, ἂν βέβαια θέλουμε νὰ παραμείνουμε συνεπεῖς στὴ θεολογία μας».
2. Βλ. τὴν κατατοπιστικὴ μελέτη μὲ τίτλο «Ἐπιτρέπεται οἱ λαϊκοὶ νὰ ἀναμειγνύονται στὰ θέματα τῆς Πίστεως;», στὸ www.impantokratoros.gr/ D319EC1A.el.aspx
3. «Ἐάν Ἐπίσκοπος ἀμελὴς γένηται κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ὑπομνησθείη ὑπὸ τῶν γειτνιώντωνἘπισκόπων ἐπιμελῶν». Καὶ ἐὰν δὲν διορθωθῆ, δηλαδὴ ἂν «μὴ τῶν ὀφειλόντων πρὸς τὴν καθολικὴν ἑνότητα ἐπιστραφῆναι τὴν φροντίδα ποιήσηται, τῷ τοιούτῳ μὴ συγκοινωνηθῇ,ἕως οὗ τοῦτο πληρώσῃ». Αγιου Νικοδημου, Πηδάλιον,ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 534.
4. Βλ. τὴ σχετικὴ μελέτη «Οἱ Οἰκουμενιστὲς θέτουν ὄντως ἑαυτοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας»,Θεοδρομία ΙΑ3 [Ἰούλιος - Σεπτέμβριος 2009] 373-392, ὅπου παρατίθενται οἱ πολὺ χαρακτηριστικὲς φράσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ «Ὅσοι δὲν εἶναι τῆς ἀληθείας δὲν εἶναι οὔτε τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας» (Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου 3) καὶ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου «ἐὰν κάποιος δογματίζῃ ἢ μᾶς προστάσσῃ νὰ κάνωμε κάτιἀντιθέτως ἀπ᾽ ὅ,τι παρελάβομεν [...] οὔτε νὰ τὸν ὑπολογίζωμε μεταξὺ τοῦ κλήρου τῶνἁγίων» (PG 99, 988).
5. Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις. Μτφρ. Δ. Γ. Τσάμη, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 73. «Αἱ ἱστορικαὶ καὶ πρακτικαὶ μέθοδοι ἀναγνωρίσεως μιᾶς ἱερᾶς καὶ καθολικῆς Παραδόσεως ἠμποροῦν νὰ εἶναι πολλαί. Ἡ σύγκλησις οἰκουμενικῶν συνόδων εἶναι μία μέθοδος, ὄχι ὅμως καὶ ἡ μόνη. [...] Καὶ τὸ σπουδαιότερον, ἡ ἀλήθεια ἠμπορεῖ νὰἀποκαλυφθῆ καὶ ἄνευ συνόδου. Αἱ γνῶμαι τῶν Πατέρων καὶ τῶν οἰκουμενικῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν συχνὰ μεγαλυτέραν πνευματικὴν ἀξίαν καὶ κατηγορηματικότητα ἀπὸὅ,τι οἱ ὁρισμοὶ ὡρισμένων συνόδων. Αὐταὶ δὲ αἱ γνῶμαι δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπιβεβαιωθοῦν καὶ νὰ γίνουν ἀποδεκταὶ μέ «οἰκουμενικὴν συγκατάθεσιν». Τοὐναντίον αὐταὶ μόναι τωνἀποτελοῦν τὸ κριτήριον καὶ αὐταὶ δύνανται νὰ τὸ ἀποδείξουν. Περὶ αὐτοῦ ἀκριβῶς μαρτυρεῖ ἡἘκκλησία διὰ σιωπηλῆς «receptio». Ἀποφασιστικὴν ἀξίαν ἔχει ἡ ἐσωτερικὴ καθολικότης,ὄχι ἡ ἐμπειρικὴ οἰκουμενικότης».
6. Αἵρεση εἶναι καὶ ἡ παραμικρὴ ἀπόκλιση ἀπὸ τὰ παραδεδομένα δόγματα. Βλ. σχετικὴ μελέτη στὸ www.impantokratoros.gr/tieinai-airesi.el. aspx, ἰδιαίτερα ὁλόκληρη τὴν παράγραφο 4, ὑποπαράγραφο 2 καὶ τὶς ὑποσημειώσεις 31 καὶ 32.
7. Μητροπολιτησ Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου Ιεροθεοσ, «Ὁ Οἰκουμενισμὸς στὴν πράξη ἤτοι τὴν θεολογία καὶ τὴν ἄσκηση», ἐν Οἰκουμενισμός. Γένεση – Προσδοκίες – Διαψεύσεις (Πρακτικά), τόμ. Β΄, ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 791-806.
8. Ἴσως γι᾽ αὐτό, καὶ μέσα στὸ εὐρύτερο κλίμα «οἰκουμενικοῦ» ἐνθουσιασμοῦ τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽60, ὁ Καθηγητὴς Καρμίρης ἀπέφυγε νὰ χαρακτηρίσει αἱρετικοὺς τοὺς παπικούς. Βλ. ΘΗΕ 1, στ. 1088: «Ἀπόκειται δὲ μελλούσῃ τινί Πανορθοδόξῳ Συνόδῳ, ὅπως καθορίσῃ αὐθεντικῶς, τίνες δέον νὰ χαρακτηρίζωνται ὡς νεώτεραι αἱρέσεις ἐκ τῶν πολυαρίθμων καὶ ποικιλωνύμων ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων τῆς Δύσεως, τῶνἀπεσχισμένων ἀπὸ τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων καὶ περὶ καίρια δόγματα πρὸς αὐτὴν διαφωνουσῶν».
Νεμέσιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου