Τὸ κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, 2006, ὡς κατάργηση τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως
3122011
Tὸ κείμενο[67] τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2006, χαιρετίσθηκε ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς πανηγυρικῶς. Μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἐδήλωσε τὰ ἑξῆς: «Ἀπηλλαγμένοι λοιπόν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος καί ἀποφασισμένοι νά παραμείνωμεν ἡνωμένοι καί νά ἐργασθῶμεν ἀπό κοινοῦ, ἐθέσαμεν, πρό δύο ἐτῶν, κατά τήν διάρκειαν τῆς Θ΄ Συνελεύσεως ἐν Porto Alegre Βραζιλίας, τάς βάσεις μιᾶς νέας περιόδου εἰς τήν ζωήν τοῦ Συμβουλίου [...]εἰς τό ἐπίκεντρον τῶν δραστηριοτήτων τοῦ Συμβουλίου εὑρίσκεται πάντοτε τό ὅραμα τῶν ἐν αὐτῷ δραστηριοποιουμένων Ἐκκλησιῶν, διά τήν ἐπίτευξιν, τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἑνότητος ἐν τῇ αὐτῇ πίστεικαί πέριξ τῆς αὐτῆς Εὐχαριστιακῆς Τραπέζης»[68].
Ἐκ τούτου καθίσταται φανερό, ὅτι ἡ Πίστη ἐκείνη, ἡ ταυτότητα τῆς ὁποίας θὰ εἶναι ἡ βάση τῆς ἑνώσεως, δὲν εἶναι ἡ ὀρθόδοξη, ἀλλὰ ἡ προτεσταντική, ὅπως τεκμηριώνεται καὶ στὸ κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε. Διότι τὸ αἱρετικὸ αὐτὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο ὑπεγράφη ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Φεβρουάριος 2006), ἀπέρριψε ὡς «ἀγκυλώσεις τοῦ παρελθόντος» βασικότατα ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικὰ δόγματα.
Παραλείποντας λοιπὰ σημαντικά σημεῖα, σημειώνουμε τὴν βαρύτατη δογματικὴ πτώση ποὺ συνίσταται (α) στὴν ἄρνηση τοῦ ὁρατοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ (β) στὴνἐπίσημη ἄρνηση τῆς ἑνότητος Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, θέση ποὺ ἀντίκειται εὐθέως στὸ ἐκκλησιολογικὸ κεφάλαιο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως (Νικαίας-ΚΠόλεως), ὅπου ἡ ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς «Μιᾶς» συνιστᾷ ἀκριβῶς αὐτό, ὅτι ἡ Ἐκκλησία διακρίνεται γιὰ ἑνότητα Πίστεως ἁπανταχοῦ τῆς γῆς.
(α) Διακηρύττει τὸ κείμενο τοῦ Porto Alegre· «Ἐπιβεβαιώνουμε ἐκ νέου ὅτι “ὁ πρωταρχικὸς σκοπὸς τῆς κοινωνίας [“fellowship”] τῶν ἐκκλησιῶν στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἡ μεταξύ τους κλήση γιὰ ὁρατὴ ἑνότητα σὲ μία πίστη καὶ σὲ μιὰ εὐχαριστιακὴ κοινωνία, ἐκφραζόμενη στὴ λατρεία καὶ τὴν κοινὴ ζωὴ ἐν Χριστῷ [...]”» (παράγρ. §1) καὶ ὅτι «Οἱ Ἐκκλησίες στὴν κοινωνία τοῦ Π.Σ.Ε. παραμένουν δεσμευμένες πρὸς ἄλληλες στὸ δρόμο γιὰ πλήρη ὁρατὴ ἑνότητα» (παράγρ. §2), ἐνῷ παραλλήλως διακηρύσσεται ἡ φοβερὴ ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση ὅτι τὸ σύνολο τῶν μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε. ἀπαρτίζουν τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ὄχι μόνο κάποια «ἐκκλησία» – μέλος καθ΄ ἑαυτὴν: «Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολικὴ Ἐκλησία καὶ ὄχι ἁπλῶς ἕνα μέρος της. Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τὴν καθολικότητά της, ὅταν εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες» (παράγρ. §6)· «Χωρισμένοι ἀπ’ ἀλλήλων εἴμαστε πτωχευμένοι» (παράγρ. §7)[69].
Ἀπὸ τὸν συνδυασμὸ τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων, δηλ. (1) τῆς ἀναγκαίας «ἀλληλο-συμπληρώσεως» τῶν δογματικῶς διαφοροποιημένων ὁμολογιῶν-ἐκκλησιῶν τοῦ Π.Σ.Ε., μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ συνονθύλευμα τῶν «ἐκκλησιῶν» αὐτῶν καθίσταται «καθολικὴ ἐκκλησία» (βλ. ἀνωτέρω) καὶ (2), τῆς διαπιστώσεως ὅτι τὸ συνονθύλευμα αὐτὸ εὑρίσκεται στὸ δρόμο πρὸς τὴν «πλήρη ὁρατὴ ἑνότητα» (“full visible unity”) καὶ ὄχι στὴν κατοχή αὐτῆς,προκύπτει ὅτι ἔχει γίνει ἀποδεκτὴ ἡ – καταδικασμένη ἀπὸ τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξη συνοδικότητα – προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογικὴ θέση περὶ «ἀοράτου ἐκκλησίας» - ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία δῆθεν δὲν ταυτίζεται μὲ – οὔτε περιορίζεται ἀπὸ – τὰ ὁρατὰ ἱεροκανονικὰ ὅρια (δηλ. Ἐπισκοπές, ἐνορίες, δικαιοδοσίες, σύνολον βεβαπτισμένων μελῶν) οἱασδήποτε συγκεκριμένης ὁμολογίας – ἐκκλησίας, βεβαίως οὔτε τῆς Ὀρθοδόξου.
Στὴν πραγματικότητα τὸ προτεσταντικὸ δόγμα τῆς «ἀοράτου ἐκκλησίας» ὄχι μόνο καταδικάσθηκε πολὺ ἐνωρὶς ὀρθοδόξως, ἀλλὰ σχολιάζεται καὶ στὰ ἀντι–αιρετικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡς μία τῶν χαρακτηριστικῶν παρεκκλίσεων τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Διακηρύσσει κατὰ τῶν προτεσταντικῶν πλανῶν ἡ ἐν ΚΠόλει Σύνοδος τοῦ 1672: «Ἔσεται δὲ[ἡ Ἐκκλησία] καὶ ἀεὶ ὁρατή, διὰ τὸ μηδέποτε τοὺς ὀρθοδόξους ἐκλείπειν, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος [...] Δῆλον ἄρα ὅτι μέχρι τερμάτων αἰῶνος ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τὸ ὁρατὸν ἔχειν οὐ διαλείψει τοῖς μέρεσιν»[70]. Γράφει σχετικῶς καὶ ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Κορίνθου Παντελεήμων: «Οἱ Προτεστάντες γενικά διατύπωσαν τήν παράδοξη ἰδέα περί “Ἀοράτου Ἐκκλησίας” πού δῆθεν ἀποτελεῖται ἀπό, ἄγνωστα ἐξωτερικά, μέλη πού ἀνήκουν σέ ὅλες τίς ὁρατές Ἐκκλησίες. Ὅμως ἡ Ἀόρατη Ἐκκλησία εἶναι κάτι παράδοξο καί ξένο, γιατί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στή γῆ δέν εἶναι ἀόρατη. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατή καί ἀποτελεῖται καί ἀπό ἀγαθούς καί ἀπό φαύλους, οἱ ὁποῖοι εἶναι μέλη της καί θά κριθοῦν κατά τή Μέλλουσα Κρίση»[71]. Τὴν ἴδια αὐτὴ προτεσταντικὴ θεωρία ἐπικρίνοντας ὡς προτεσταντικὴ αἵρεση καὶ ὁ μακαριστὸς π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος σημειώνει τὰ ἑξῆς· «Ἐξάλλου ἡ Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἦταν Ἐκκλησία πού εἶχε καί τήν ὁρατή της πλευρά, δέν ἦταν ἀόρατη! Ἡ ἁγία Γραφή προϋποθέτει τήν ὕπαρξη Ἐκκλησίας ὁρατῆς καί συγκεκριμένης»[72].
Καὶ ὅμως ἡ ὑπευθυνότητα τῶν οἰκουμενιστῶν ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας ὁδήγησε στὸ νὰ ὑπογράφουν διαλεγόμενοι οἱ ἡμέτεροι τὶς προτεσταντικὲς αὐτὲς αἱρέσεις, “et scripta manent”.
(β) Τὰ πράγματα εἶναι ἀκόμη χειρότερα μὲ τὴν ἐπίσης – κατὰ τεκμήριον -ἐκκλησιολογικὴ πλάνη τῆς (κατὰ τὸ κείμενο τοῦ Π. Ἀλέγκρε) «δογματικῆς πολυμορφίας» ἐντὸς τῆς «ἀοράτου ἐκκλησίας».
Γράφεται στὸ κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (παράγρ. §5)· «Ἐπιβεβαιώνουμε ὅτι ἡ ἀποστολικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία, ὅπως εἶναι ἕνα τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νομίμως νὰ ὑπάρχουν διαφορετικὲς διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς καινὴ ζωὴ ἐν Χριστῷ εἶναι μία. Ἀλλὰ οἰκοδομεῖται μέσῳ διαφορετικῶν χαρισμάτων καὶ διακονιῶν. Ἡ ἐλπίδα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία. Ὅμως ἐκφράζεται σὲ διαφορετικὲς ἀνθρώπινες προσδοκίες. Ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν διαφορετικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀφετηρίες καὶ μιὰ γκάμα ἀπόψεων τῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἐκκλησιῶν [...] Ἄλλες διαφορὲς διχάζουν τὴν Ἐκκλησία· αὐτὲς πρέπει νὰ ξεπερασθοῦν μέσῳ τῶν τοῦ Πνεύματος δωρεῶν τῆς πίστεως, ἐλπίδος καὶ ἀγάπης, ὥστε ὁ διχασμὸς καὶ ὁ ἀποκλεισμὸς νὰ μὴ ἔχουν τὸν τελευταῖο λόγο. Ἡ τοῦ Θεοῦ “οἰκονομία τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν [ἐστὶν] ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν αὐτῷ”(Ἐφεσ. 1, 10) συμφιλιώνοντας τὶς ἀνθρώπινες διαιρέσεις»[73].
Ἐδῶ τί εἴπωμεν καὶ τί λαλήσωμεν; Πτωμάτων βάθος μέγα! Τὰ δόγματα ἀπερρίφθησαν ὡς ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις, καὶ παρὰ πᾶσαν ἔννοιαν λογικῆς ὑποβαθμίσθηκαν οἱ δογματικὲς-ἐκκλησιολογικὲς κ.ἄ. διαφοροποιήσεις σὲ … «διαφορετικὲς διατυπώσεις» τῆς ἰδίας ἀληθείας (!) ποὺ δὲν χρειάζονται δογματικὴ ἀνάλυση καὶ ἐπίλυση, ἀλλὰ … ὑπέρβαση διὰ τῆς ἀγάπης.
Εἶναι καταφανὲς πόσο ἀποκλίνει τῆς ἀπ’ αἰῶνος Ὀρθοδοξίας (ὄχι βέβαια τῆς νεο-ορθοδοξίας τῶν Οἰκουμενιστῶν) ἡ θέση αὐτὴ τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. Παρὰ ταῦτα, πρὸς ἀπόδειξη τῆς αἰωνίου Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπειδὴ ἡ πλάνη τῆς «δογματικῆς πολυφωνίας» ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας πληθύνεται, τονίζουμε, ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Πίστεως δὲν εἶναι ζητούμενο (βλ. καὶ ὑποσημ. 36), ἀλλὰ κεκτημένον τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁμολογεῖται στὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως.
Ἡ ὁμολογία – στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως – εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν μαρτυρεῖ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴνδεδομένην (καὶ ὄχι ζητουμένην) ἑνότητα τῆς Πίστεως. Κατὰ τοὺς δογματολόγους, ὅπως τὸν Καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη «Ἀπὸ τὴν διατύπωση αὐτὴ τοῦ Συμβόλου προκύπτει ὅτι ἡ ἑνότητα, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητα τοῦ ἑνός, στὴν προκειμένη περίπτωση ὡς ἡ ἰδιότητα τῆς ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας, εἶναι τὸ ἀσφαλὲς δεδομένο τῆς πίστεώς μας. Στὴ συνείδηση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότητά της εἶναι δεδομένο ὀντολογικό, ἀπολύτως καὶ ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστό, διὰ τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός του σ’ αὐτήν, ἤδη ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς δογματικὴ ἀλήθεια ἐκφράζει τόσο τὴν αὐτοσυνειδησία της ὅσο καὶ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία της. Ἄν ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τότε μὲ τὴν συνεπῆ ἐκκλησιολογικὴ ἔννοια καὶ κατὰ κυριολεξία δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρχουν ἑτερόδοξες ἐκκλησίες, ἀλλὰ οὔτε μητέρες, ἀδελφές, θυγατέρες καὶ ἐγγονὲς ἐκκλησίες. Ἡ ΜΙΑ καὶ μόνη –ἀδιαίρετη πάντοτε– Ἐκκλησία γεννᾶ μυστηριακῶς “δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος” τὰ μέλη της, δὲν γεννᾶ ἄλλες ἐκκλησίες. Οἱ κατὰ τόπους (Ὀρθόδοξες) Ἐκκλησίες ἀποτελοῦν φανέρωση ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ τῆς ΜΙΑΣ καὶ μόνης Ἐκκλησίας (βλ. ἐνδεικτικῶς, Α΄ Κορ. 1,2). Οὔτε βέβαια μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι ταυτόχρονα ΜΙΑ καὶ διηρημένη. Γιατὶ ἡ διαίρεση σημαίνει κατάτμηση ἑνὸς ὅλου σὲ δύο ἢ περισσότερα μέρη (βλ. Λεξικό, Γ. Μπαμπινιώτη). Κατὰ συνέπεια, ἡ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς διηρημένης, σήμερα, ἀντίκειται σαφῶς στὴ ρητὴ διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πράγμα ποὺ συνεπάγεται, κατὰ τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθαίρεση καὶ ἀφορισμό, κατὰ περίπτωση, σ’ ὅποιον ἐμμένει στὴ θεώρηση αὐτή»[74].
Καὶ ὁ Μητροπολίτης Κυθήρων κ. Σεραφεὶμ τονίζει μὲ ὁμολογιακὴ παρρησία καὶ φρόνημα: «Ὅσοι ἀποδέχονται τὴν θεωρίαν περὶ “διηρημένης Ἐκκλησίας” δὲν ἐννοοῦν, οὔτε ἀποδέχονται οὐσιαστικῶς τὸ σχετικὸν θεόπνευστον ἄρθρον, ἀλλ’ ἀντιφάσκουν λέγοντες τὸ Ἱερὸν Σύμβολον τῆς Πίστεώς μας. Διότι τοῦτο εἰς τὸν ἐνεστῶτα χρόνον διαδηλοῖ τὴν πίστιν εἰς “Μίαν, Ἁγίαν... Ἐκκλησίαν”. Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ παρόντος καὶ ὄχι τοῦ παρελθόντος ἤ τοῦ μέλλοντος. Ὅσοι πιστεύουν εἰς τὴν θεωρίαν ταύτην δὲν δύνανται νὰ λέγουν καὶ νὰ τὸ ἐννοοῦν εἰς τὴν εὐχὴν μετὰ τὸν Καθαγιασμὸν τῶν Τιμίων Δώρων. “Ἔτι προσφέρομέν Σοι τὴν λογικὴν ταύτην λατρείανὑπὲρ τῆς Οἰκουμένης, ὑπὲρ τῆς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας...”, διότι, οὖσαδιηρημένη, δὲν δύναται νὰ ὑφίσταται ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀφοῦ οὕτω πως ἔχομεν ἀντίφασιν ἐν τοῖς ὅροις»[75].
Πολὺ νωρίτερα ὁ Ἅγιος Ταράσιος εἶχε διακηρύξει: «Δὲν γνωρίζει ὁ τῆς Ἐκκλησίας νόμος καὶ ὅρος, ἔριδα ἢ φιλονεικία, ἀλλ’ ὅπως ἀκριβῶς γνωρίζει νὰ ὁμολογεῖ εὐσεβῶς ἕνα βάπτισμα καὶ μία πίστη, ἔτσι καὶ μία συμφωνία γιὰ κάθε ἐκκλησιαστικὴ ὑπόθεση. Διότι τίποτε δὲν εἶναι τόσο καλῶς ἀποδεκτὸ καὶ εὐχάριστο στὸν Θεό, ὅσο τὸ νὰ ἑνωθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε μία καθολικὴ ἐκκλησία»[76].
Διάσπαρτες στοὺς ἁγίους Πατέρες εἶναι οἱ διαπιστώσεις περὶ δεδομένης (ὄχι ζητουμένης) ἑνότητος καὶ ὁμοφωνίας τῆς Πίστεως ἐντὸς τῆς Μιᾶς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας· «εἰς ἑνότητα πίστεως μιᾶς», «τῶν εἰς κόσμον Ἐκκλησιῶν οὐ διεσπαρμένων εἰς διχόνοιαν ἢ εἰς ἀσύμφωνον δόξαν, ἀλλ’ ἡνωμένων ἐν πνεύματι καὶ οἰονεί πως συνεσφιγμένων εἰς ἓν καθ΄ ἑνότητα τὴν ἐν Χριστῷ διὰ πίστεως», «ὡς ἂν τὸ ἑνιαῖον δόγμα τῆς πίστεως ἐν πολυσχεδέσι γλώσσαις καταγγελθείη, συνάγον εἰς ἓν τὰ διεστῶτα, καταλυθείσης τῆς πολυσχιδοῦς πλάνης», «ἐν τῇ μεγάλῃ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ, ἔνθα ὁμοφρόνως καὶ ὁμογνωμόνως ὁ ὅρος καὶ ὁ ἦχος τῶν ἑορταζόντων»[77], τὶς ὁποῖες δυστυχῶς δὲν μποροῦμε νὰ παρουσιάσουμε τώρα ἐν ἐκτάσει. Ἀρκεῖ καὶ μόνη ἡ διαπίστωση τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅτι ἡ ἑνότητα στὴν Πίστη εἶναι βεβαιωμένη, δεδομένη στὴν Ἐκκλησία[78].
Ἐνῷ ὅμως τὸ κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε ἀσεβεῖ, «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», κατὰ τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως, κατὰ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη ἡ ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας στοὺς διαλόγουςτελεσιουργεῖται … «ἄνευ οἱασδήποτε ἐκπτώσεως ἢ παραχαράξεως τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως»! Καὶ δὲν εἶναι ἡ μοναδικὴ περίπτωση τὸ Πόρτο Ἀλέγκρε.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:
ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ
«Οὐκ ἐσμὲν τῶν Πατέρων σοφώτεροι»
Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
μὲ ἀφορμὴ τὴν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
κ. Βαρθολομαίου στὴ Μεγίστη Λαύρα
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΕΔΩ:http://www.egolpion.com/paterwn_sofoteroi.el.aspx
«ΟΥΚ ΕΣΜΕΝ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΣΟΦΟΤΕΡΟΙ»
ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ
«Οὐκ ἐσμὲν τῶν Πατέρων σοφώτεροι»
Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
μὲ ἀφορμὴ τὴν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
κ. Βαρθολομαίου στὴ Μεγίστη Λαύρα
Τὸ παρὸν κείμενο περιλαμβάνει (α) εἰσαγωγή, (β) διάγραμμα τῆς ἐπιχειρηματολογίας τῆς ὁμιλίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στὴν Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας, τὴν 7η Ὀκτωβρίου τρ.ἔ., (γ) ἀναίρεση τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ κ. Βαρθολομαίου (σὲ 8 παραγράφους), (δ) ἐνδεικτικὴ ἐπισήμανση αἱρέσεων στὰ κείμενα τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων καὶ τῶν οἰκουμενιστῶν, δηλ. (1) τοῦ κειμένου τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καὶ (2) θέσεως τοῦ Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου, (ε) ἐπίλογο καὶ (στ΄) σύνοψη τοῦ παρόντος κειμένου. |
A. Εἰσαγωγὴ
Καθὼς ἤδη εἴχαμε προαναγγείλει στὴ σύντομη ἀνακοίνωση ποὺ ἐκδόθηκε ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στὴν Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους, τὸ Σάββατο 7 Ὀκτωβρίου, προβαίνουμε σὲ ἐκτενῆ ἀνάλυση καὶ κριτικὴ τῆς ὁμιλίας του, τῆς ἀντιφωνήσεως, δηλαδή, πρὸς τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἡγούμενο τῆς Μονῆς π. Πρόδρομο.
Ὅπως ἔχει ἤδη ἐπισημανθῆ σὲ παλαιότερα κείμενα, ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καλύπτεται ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους, ὡς «ἀγαπισμός»· οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀναφερόμενοι στὴν ἀρχαία μορφὴ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δηλαδὴ στὴν αἵρεση τῆς «Γνωσιμαχίας», ἐπεσήμαναν ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν αἱρετικὴ περιφρόνηση τῶν δογμάτων, χάριν δῆθεν τῶν καλῶν πράξεων. Χαρακτηριστικῶς ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στὸν ὁποῖον ἀργότερα παραπέμπει καὶ ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης[1], γράφει στὸ σύγγραμμά του Περὶ αἱρέσεων: «Γνωσιμάχοι· ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀνθίστανται σὲ κάθε γνώση τοῦ χριστιανισμοῦ, καθὼς λέγουν ὅτι “ἐκεῖνοι ποὺ ἀναζητοῦν κάποιες γνώσεις στὶς θεῖες Γραφές κάνουν κάτι περιττό· διότι δὲν ζητεῖ τίποτε ἄλλο ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ Χριστιανὸ παρὰ καλὲς πράξεις. Εἶναι λοιπὸν καλύτερο νὰ πορεύεται κανεὶς μὲ περισσότερη ἁπλότητα καὶ νὰ μὴ πολυπραγμονεῖ γιὰ κανένα δόγμα διαπραγματεύσεως γνώσεων”»[2]. Δυστυχῶς, ἡ ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐκφράζει αὐτὸν τὸν ἀγαπισμὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τονίζουσα ἐμφαντικῶς τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὑπακοή καὶ παρασιωπῶσα τεχνηέντως τὴν ἀξία τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως καὶ τὴν ἐμμονὴ σὲ αὐτά, ἀρετὴ ἐπαινούμενη ἀπὸ τοὺς Πατέρες[3]· πολὺ χειρότερα, ὅμως, ἀποκρύπτει ὅσα φοβερὰ ἔχουν διαπραχθῆ εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως στὸ πλαίσιο τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως τῶν τελευταίων δεκαετιῶν. Ἀληθῶς, θὰ δείξει ἐν συντομίᾳ τὸ παρακάτω κείμενο, παρουσιάζοντας «ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα», ὅτι ἡ πατριαρχικὴ ὁμιλία, παρὰ τὶς διαβεβαιώσεις γιὰ τὸ ἀπαρασάλευτον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, μαρτυρεῖ εἴτε ἄγνοια τῆς ἐκκλησιολογίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, εἴτε ἀνεξήγητη λησμοσύνη τῶν φοβερῶν πτώσεων τῶν ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν σὲ ἔγγραφη ἀρνησιπιστία ἢ ἑτεροδοξία. Ἡ μόνη τρίτη ἐκδοχή, τὴν ὁποίαν δὲν θὰ ἤθελε κανεὶς νὰ παραδεχθῆ, εἶναι ὅτι ὁ συντάκτης τῆς ὁμιλίας ἐμπαίζει τοὺς ἀκροατές, ἰσχυριζόμενος ὅτι ὁ διάλογος μὲ τοὺς ἑτεροδόξους – κατὰ τὸν τρόπο ποὺ τώρα διενεργεῖται – προβάλλει καὶ ὁμολογεῖ τὴν Ὀρθοδοξία, καθὼς πρέπει, πρὸς σωτηρίαν.
Ὅτι ἡ ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στὴ Μεγίστη Λαύρα διακρίνεται μεταξὺ τῶν λοιπῶν δώδεκα ὁμιλιῶν του στὸ Ἅγιον Ὄρος, εἶναι ἐμφανέστατο ἀπὸ τὸν σωφρονιστικό της τόνο· τὸν ὁποῖον μάλιστα ὁ κ. Βαρθολομαῖος δὲν βρῆκε ἀρκετὰ ἐπιτιμητικὸ καὶ ἔτσι τὸν ἐνίσχυσε μὲ δικές του, ἐκτὸς κειμένου, σὲ ἔντονο ὕφος ἐπισημάνσεις καὶ διευκρινίσεις, ὥστε οἱ ἀκούοντες παραδοσιακοὶ («ζηλωτὲς») νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι περὶ ἐκείνων πρόκειται! Ἐπειδὴ στὴν ὁμιλία τοῦ Παναγιωτάτου ἐθίγησαν ποικίλα θέματα, ἐκκλησιολογικὰ καὶ πνευματικά, ἀλλὰ μὲ συγκεκριμένη κατεύθυνση, ἀναγκαζόμεθα νὰ ἐπισημάνουμε καὶ νὰ ἐξηγήσουμε τὴν μονομέρεια τῆς θεματολογίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ὀπτικῆς, τῆς συγκεκριμένης ἐπιχειρηματολογίας τοῦ κ. Βαρθολομαίου.
Ἡ ἐνέργειά μας αὐτὴ εἶναι σὲ πλήρη, ταπεινή βεβαίως καὶ ἀνάξια, ἐναρμόνιση μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, κτίτορος τῆς Μεγίστης Λαύρας: «Μὴ προτιμήσεις ἀπὸ τὸ συμφέρον τῆς ἀδελφότητος κανένα πρόσωπο ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν παρόντα αἰῶνα ὑπερέχει καὶ ἐξουσιάζει· μήτε νὰ ὑποχωρήσεις ἀπὸ τὸ νὰ προσφέρεις τὴ ζωή σου, ἀκόμη καὶ μέχρις αἵματος, πρὸς φύλαξη τῶν θείων νόμων καὶ ἐντολῶν»[4].
B. Σύντομο διάγραμμα της ἐπιχειρηματολογίας
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, μετὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ὁμιλίας, ἀσχολήθηκε ἐν πρώτοις ἐκτενῶς μὲ τὸ θέμα τῆς ὑπακοῆς, παραπέμποντας στὶς διδαχὲς τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, καὶ τόνισε βάσει τῶν διδαχῶν αὐτῶν ὅτι πρέπει ἡ ὑπακοὴ πρὸς τὸν προεστῶτα νὰ τηρεῖται, ὄχι μόνον ὅταν μᾶς ἀποτρέπει ἀπὸ τὰ κακά, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ ἐπαινετὰ πρέπει νὰ πράττουμε χωρὶς τὴν γνώμη του: «Mὴ μόνων τῶν ἀτόπων κατὰ τὴν συμβουλὴν τοῦ προεστῶτος ἀπέχεσθαι, ἀλλὰ μηδὲ αὐτὰ τὰ ἐπαινετὰ χωρὶς τῆς ἐκείνου γνώμης ποιεῖν καταδέχεσθαι». Ἐπίσης ὅτιἡ ὑπακοὴ ὑπερέχει τῆς ἀσκήσεως: «ὁ δὲ τῆς ὑπακοῆς μισθὸς μείζων τοῦ κατὰ τὴν ἐγκράτειάν ἐστι κατορθώματος».
Κατὰ δεύτερον λόγον ὁ Πατριάρχης, πάντοτε κατὰ τὶς νουθεσίες τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, ἀναφέρθηκε στὴν ἀγάπη καὶ στὴν ὁμόνοια, ὡς «δεύτερον ὅρον τῆς μοναχικῆς τελειώσεως»,καὶ ἔψεξε τὴ δημιουργία διχοστασιῶν καὶ ἐρίδων, καὶ «μερικῶν (τμηματικῶν δηλ.) φιλιῶν καὶ ἑταιρειῶν», ὡς παραγόντων φθορᾶς τῶν μοναχικῶν κόπων καὶ μόχθων, οἱ ὁποῖοι ἐμφιλοχωροῦν στὶς μοναστικὲς ἀδελφότητες «ἐξ ἐγωισμοῦ καὶ φιλοδοξίας ὡρισμένων»Μοναχῶν.
Ἀναφέρθηκε ἐπίσης καὶ στὸ θέμα τῆς ὑπὸ τῶν Μοναχῶν ἐπικρίσεως τῶν ἐν τῷ Μοναχισμῷ Προεστώτων καὶ τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας γιὰ θέματα Πίστεως καί, παραπέμποντας στὸ γνωστὸ ἁγιογραφικὸ χωρίο «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἑβρ. 13, 17), ἀφοῦ πρῶτα μέμφθηκε τὴν πλάνη αὐτὴ τῶν Μοναχῶν ὡς συμβαίνουσαν «ἐκ συναρπαγῆς, ἀπροσεξίας καὶ τῆς τοῦ πονηροῦ ἐπηρείας», διαβεβαίωσε τοὺς ἀκροωμένους Μοναχοὺς ὅτι φέρει «ἀπόλυτον συνείδησιν τῆς εὐθύνης τὴν ὁποίαν» φέρει «μετὰ τοῦ ἀρχιερατικοῦ καὶ πατριαρχικοῦ ὠμοφορίου ἐπὶ τῶν ὤμων» αὐτοῦ καὶ συνεπῶς ἀξίζει τῆς τοιαύτης ὑπακοῆς. Ὡς ἀπόδειξη τῆς ὁμολογιακῆς στάσεώς του στοὺς διαλόγους, ὁ Πατριάρχης ἀνέφερε τὴν ἐπικριτική του στάση πρὸς τοὺς παπικοὺς σὲ ὁμιλία του στὸ Ρωμαιοκαθολικὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Georgetown τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1997.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἀναφέρθηκε στὸν διάλογο τοῦ Κυρίου πρὸς τὴ Σαμαρείτιδα καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πρὸς τοὺς Μωαμεθανούς, ὡς ἁπτὰ παραδείγματα τοῦ διαλόγου ἀγάπης, τὸν ὁποῖον καὶ σήμερον διεξάγει ἡ Ἐκκλησία «ἄνευ οἱασδήποτε ἐκπτώσεως ἢ παραχαράξεως τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως», ὅπως κατὰ λέξη εἶπε. Ὡς συνήγορος τῶν ἀτερμόνων διαλόγων χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη καὶ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος συνιστᾷ «πρὸς τοὺς μαθεῖν βουλομένους τὴν ἀλήθειαν, τὸ καλὸν ποιοῦντες ἕως αἰῶνος μὴ ἐκκακῶμεν»[5]. Ἡ ρήση αὐτὴ ἐφάνη τόσο πρόσφορη πρὸς ὑποστήριξη τῶν διαλόγων «εἰς τὸν αἰῶνα», ὥστε χρησιμοποιήθηκε ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ γιὰ δεύτερη φορὰ στὴ συνέχεια τοῦ λόγου του.
Ἐν κατακλεῖδι ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἐπεσήμανε τὴν ὠφέλεια ποὺ ἐνδεχομένως προκύπτει, ὅταν τὰ πορίσματα τῶν συζητήσεων τοῦ διαλόγου μελετῶνται ἀπὸ χιλιάδες ἢ ἑκατομμύρια ἑτεροδόξους καὶ τοὺς πληροφοροῦν περὶ τῆς Ὀρθοδοξίας· ὑπενθύμισε τὸ περιστατικὸ ἐκ τοῦ Γεροντικοῦ, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἀπαξιωτικὸς τρόπος συμπεριφορᾶς ἑνὸς νέου Μοναχοῦ πρὸς ἕνα εἰδωλολάτρη ἱερέα εἶχε ἀρνητικὲς συνέπειες, ἐνῷ ὁ καλὸς τρόπος τοῦ Γέροντος Μοναχοῦ, στὴ συνέχεια τῆς διηγήσεως, προσείλκυσε τὸν εἰδωλολάτρη στὴν Ἐκκλησία.
Τέλος, στὴν καταληκτήρια ἀποστροφὴ τοῦ λόγου του ὁ Πατριάρχης, μεριμνώντας μήπως δὲν κατανοηθῆ τὸ γιατὶ ἐτόνισε τὴν ὑπακοὴ εἰδικῶς στὴ Μεγίστη Λαύρα, ὑπογράμμισε -ἐν μέρει ἐκτὸς κειμένου- τὸ κῦρος τῆς θέσεως τῆς Λαύρας, ἕνεκα τοῦ ὁποίου δὲν ἐπιτρέπεται νὰ παρασύρεται αὐτὴ ἀπὸ Μονὲς μικροτέρου κύρους, καὶ ὀνομαστικῶς ὑπὸ τῆς «σχισματικῆς Ἐσφιγμένου», οὔτε νὰ καθίσταται οὐραγὸς σὲ ἐνέργειες διασπαστικὲς τῆς ψυχικῆς καὶ πνευματικῆς ἑνότητος μεταξὺ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ Ἁγίου Ὄρους· ὑπενθύμισε ὅτι εἶναι ἔργο τῶν πονηρῶν πνευμάτων οἱ κακοὶ λογισμοὶ καὶ οἱ κακὲς πράξεις, καὶ παραθέτοντας χωρίο τῆς Β΄ Πρὸς Κορινθίους (10,3-6), ὅπου γίνεται λόγος περὶ τιμωρίας τῆς ἀνυπακοῆς, κατέληξε μὲ τὸν ἐπίλογο τῆς Ἐπιστολῆς Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, περὶ τῆς ἀξίας τῆς μεταστροφῆς «ἁμαρτωλοῦ ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ», ἡ ὁποία μεταστροφὴ «σῴζει ψυχὴν ἐκ θανάτου καὶ καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν» (5,19-20).
Μετὰ ταῦτα ὁ κ. Βαρθολομαῖος, ἀφοῦ ἀρνήθηκε ὅτι προωθεῖ ἀπροϋπόθετη «ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν»(sic) καὶ ὅτι παραβλέπει τὶς διαφορὲς ποὺ ἐμποδίζουν τὴν ἕνωση, ὑπενθύμισε τὶς γνωστὲς φράσεις, οἱ ὁποῖες πάντοτε χρησιμοποιοῦνται παρερμηνευόμενες ὑπὸ τῶν Oἰκουμενιστῶν, δηλαδὴ τὴν αἴτηση «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία, καὶ τὸ «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν», ἀπὸ τὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον. Τόνισε ἀκόμη ὅτι, παρὰ τὴν ἐνδεχόμενη παρουσία κακοπροαιρέτων συνομιλητῶν, δὲν ἀποκλείεται νὰ ἑλκυσθοῦν πρὸς τὴν ἀλήθεια οἱ καλοπροαίρετοι, μέσῳ τῆς ἀναγνώσεως τῶν κειμένων ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὸ διάλογο. Πολὺ σημαντική, ἀλλὰ διφορούμενη, ὑπῆρξε ἡ διαβεβαίωση τοῦ Πατριάρχου ὅτι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἕνωση εἶναι ἡ ταυτότητα τῆς Πίστεως.
Γ. Γιατὶ ἡ πατριαρχικὴ ὁμιλία ἀφίσταται
τῆς πραγματικότητος καὶ τῆς ἀληθείας
Ἡ ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου θὰ μποροῦσε νὰ φαίνεται πληρεστάτη καὶ ὀρθοδοξωτάτη σὲ ὅποιον δὲν γνωρίζει τὰ συμβαίνοντα στὸν διαχριστιανικὸ ἢ διαθρησκειακὸ διάλογο ἢ τὶς ἐκκλησιολογικὲς λεπτομέρειες, ποὺ περιβάλλουν τὸ θέμα τῆς ἐμφανίσεως μιᾶς αἱρέσεως. Δυστυχῶς, ἡ πραγματικότης δὲν ἐπιτρέπει τὴν πολυτέλεια νὰ εἴμεθα ἀφελεῖς· πλὴν τούτου, ἡ ἔντυπη καὶ ἠλεκτρονικὴ γραμματεία ποὺ ἀκολούθησε τὴν«Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» (τὴν ἄνοιξη τοῦ 2009) ἐπιλύει ἐπαρκῶς τόσο τὸ ψευδὲς δίλημμα τῶν οἰκουμενιστῶν προεστώτων «τυφλὴ ὑπακοὴ καὶ ἐμπιστοσύνη ἢ ... θάνατος (πνευματικός καὶ ἐκκλησιαστικός)», ὅσο καὶ ἄλλες συναφεῖς πτυχές.
Τὸ περιεχόμενο τῆς πατριαρχικῆς ὁμιλίας θὰ κριθῆ ἐν συνεχείᾳ βάσει μόνης τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως· πάντως, καὶ μόνη ἡ φράση τοῦ Πατριάρχου περὶ «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν» (!;) εἶναι ἐνδεικτικὴ ἐκκλησιολογικῆς παρεκκλίσεως καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀνησυχία μας. Διότι οἱ Ὁρθόδοξες Ἐκκλησίες, δηλ. ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, εἶναι πάντοτε ἑνωμένες, ὡς Σῶμα Χριστοῦ (διότι «ὁ Χριστὸς οὐ μεμέρισται»,ἀφοῦ μάλιστα «πᾶσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ΄ ἑαυτὴν ἐρημοῦται καὶ οὐ σταθήσεται»[6])· ὅσες κοινότητες χρῄζουν ἑνώσεως μὲ τὴν Ἀλήθεια, ἁπλῶς δὲν εἶναι Ἐκκλησίες, ἀλλ’ αἱρέσεις, ἂν βέβαια ἐκκλησιολογοῦμε ὀρθοδόξως καὶ ὄχι προτεσταντικῶς.
Γ.1. Περὶ ἀδιακρίτου ὑπακοῆς
Σὲ ὅσα ὀρθῶς, ἀλλὰ ἐλλιπῶς, ἐπεσήμανε περὶ τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς τῶν Μοναχῶν ὁ λόγος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὑπάρχει καὶ μία ἀπαραίτητη προϋπόθεση ποὺ δὲν ἀναφέρθηκε: ἡ ὀρθότητα τῆς Πίστεως. Ὅταν ὁ Ἡγούμενος ἢ ὁ Ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὁ Μοναχὸς ἢ ὁ ἁπλὸς πιστὸς ὄχι ἁπλῶς δικαιοῦται, ἀλλ’ ἐπιβάλλεται νὰ ἀντιταχθῆ, ὑποστηρίζοντας τὴν ἀλήθεια.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καταθέτει χαρακτηριστικῶς στὴν πνευματική του διαθήκη:«Πραγματικά, σὲ θέματα ποὺ δὲν σημειώνεται παράβασις ἐντολῆς Θεοῦ ἢ ἀποστολικῶν Κανόνων καὶ διατάξεων, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ὑπακούετε καθ΄ὅλα καὶ ὀφείλετε νὰ πείθεσθε σ’ αὐτὸν [στὸν Ἡγούμενο], ὡς στὸν Κύριο. Σὲ ὅσα ὅμως κινδυνεύουν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας του, ὄχι μόνο σ’ αὐτὸνδὲν πρέπει νὰ πείθεσθε, ὅταν παραινῇ καὶ σᾶς διατάσσῃ, ἀλλ΄ οὔτε σὲ ἄγγελο ποὺ μόλις ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ εὐαγγελίζεται σὲ σᾶς διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι εὐαγγελίσθηκαν οἱ αὐτόπτες τοῦ Λόγου»[7]. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος -λόγια τοῦ ὁποίου ὁ κ. Βαρθολομαῖος χρησιμοποίησε πρὸς ὑποστήριξη ἑαυτοῦ- τὴν ἴδια ἀνυπακοὴ μᾶς συνιστᾷ: «Δὲν συναντᾶς σὲ ὅποιον συνδέεται μὲ αὐτὴν [μὲ τὴν ὑπακοὴν] μῖσος οὔτε κάποια μορφὴ ἀντιλογίας οὔτε καμμία ὀσμὴ ἀπειθαρχίας, ἐκτὸς ἂν τυχὸν πρόκειται γιὰ θέματα Πίστεως»[8].
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ Μοναχισμοῦ - κωνσταντινουπολιτικοῦ καὶ μὴ - στὸ θέμα τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς, ποὺ προέβαλε μονομερῶς καὶ ἐπιλεκτικῶς ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Ὑπάρχει, ὄντως, κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, ὅπως μὲ πατερικὲς μαρτυρίες κατοχυρώνει ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης, Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, σὲ σχετικὸ ἔργο του[9].
Ἀκόμη καὶ ἡ ὑπακοή, κατὰ τὴ γραφικὴ ρήση ποὺ ἐπρότεινε ὁ κ. Βαρθολομαῖος, «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη· προϋποθέτει κι αὐτή, στὴ συνάφειά της, ὅτι οἱ Ποιμένες «ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Ἑβρ. 13,17) καὶ ὅτι - καθὼς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει ἀλλοῦ - εἶναι ἄξιοι νὰ μιμηθοῦμε ἐμεῖς τὴν πίστη τους,«ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς» τους (Ἑβρ. 13, 7). Δυστυχῶς, μόνον στὴν περιφρόνηση τῶν θείων Κανόνων καὶ τῶν ἱερῶν Δογμάτων θὰ ὁδηγηθοῦμε, ἐὰν μιμηθοῦμε τοὺς σημερινοὺς Προκαθημένους καὶ Προεστῶτες, ἐκτὸς ἐλαχίστων περιπτώσεων. Ὡστόσο, περὶ τῶν ἱερῶν Κανόνων τὸ ἀληθὲς συνοδικὸ φρόνημα διετύπωσε, ὅτι εἶναι ἴσου κύρους καὶ τιμῆς μὲ τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια καὶ τὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως διετύπωσαν μὲ ὁμοφωνία - μεταξὺ πολλῶν ἄλλων μαρτυριῶν - οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς στὰ 1716/ 1725[10]. Δυστυχῶς, ὁ κ. Βαρθολομαῖος, ἀκολουθῶν τὶς καινοφανεῖς ἀπόψεις ποὺ διατύπωσε περὶ τῶν ἱερῶν Κανόνων στὴ διδακτορική του διατριβή[11], καταπατεῖ καὶ τοὺς ἱ. Κανόνες καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, ὅπως φαίνεται σταθερῶς στὶς συμπροσευχές καὶ στὰ κείμενα τοῦ διαλόγου. Πῶς μποροῦν νὰ ἀπαιτοῦν ὑπακοὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους αὐτοὶ ποὺ πρῶτοι τὴν ἀθετοῦν ἔναντι τῆς Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας; «Ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις;»[12]
Γ.2. Περὶ ὁμονοίας καὶ εἰρήνης
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐτόνισεν ἐπίσης τὴ σημασία τῆς ὁμόνοιας καὶ τῆς εἰρήνης σὲ μιὰ μοναστικὴ ἀδελφότητα. Δὲν κατανοοῦμε πόθεν ἀφορμώμενος ἢ παρακινούμενος ἔκανε εἰδικῶς στὴν εἰρηνεύουσα Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας αὐτὴ τὴν ἐπισήμανση. Ἐπειδὴ ὑπάρχουν ἐκεῖ Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι, ὑπακούοντες στὰ κελεύσματα τῶν Ἁγίων, ἐκφράζουν τὴ δυσαρέσκειά τους γιὰ τὶς ἐκπτώσεις ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, ἐνῷ κατὰ τὰ λοιπὰ ἡ διαγωγή τους εἶναι ἐντὸς τῆς πρεπούσης μοναχικῆς διαγωγῆς καὶ ὑπακοῆς; Τὸ ἀπ’ αἰῶνος ὅμως φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι διαταράκται τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰρήνης καὶ ὁμονοίας εἶναι οἱ εἰσηγηταὶ «καινῶν δαιμονίων», καὶ ὄχι οἱ ὑπεραμυνόμενοι τῆς Παραδόσεως, καθὼς διατυπώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· «Παραγγέλλομεν δ’ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν»[13] καὶ «Ἐγὼ πέποιθα εἰς ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ ὅτι οὐδὲν ἄλλο φρονήσετε· ὁ δὲ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τὸ κρίμα, ὅστις ἐὰν ᾖ»[14].
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέγει ἐπὶ λέξει τὰ ἑξῆς ταιριαστὰ γιὰ τὸ ποιοί εἶναι πράγματι οἱ ταραξίες τῆς Ἐκκλησίας: ««Δὲν εἴμαστε ἀποσχιστές, θαυμαστέ, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ (ποτὲ νὰ μὴ τὸ πάθουμε αὐτό!) [...] Τὸ νὰ ταράζει καὶ νὰ ἀποσχίζεται κανεὶς ἀπὸ Αὐτὴν [τὴν Ἐκκλησία], ἡ ὁποία ἀληθῶς δὲν ἔχει καμμία κηλίδα ἢ ρυτίδα ὅσον ἀφορᾷ στὴν Πίστη καὶ τοὺς ὁρισμοὺς τῶν Κανόνων ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ αἰῶνος καὶ μέχρι τώρα, ἀνήκει σὲ ἐκείνους, ποὺ ἡ πίστη τους ἔχει μέσα κάτι διάστροφο καὶ ἡ ζωή τους εἶναι σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Κανόνες καὶ τοὺς θεσμούς [...] Γι’ αὐτὸ γνώριζε ὅτι δὲν εἶναι σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας [ὁ ζῆλος μας] ἀλλ’ ἐπικράτηση τῆς ἀληθείας καὶ ὑπεράσπιση τῶν θείων νόμων· τὸ ἀντίθετο, ὅπως ἤδη εἶπε καὶ ἡ τιμιότητά σου, εἶναι διάσπαση τῆς ἀληθείας καὶ ἡ παράλυση τῶν Κανόνων»[15].
Ὅμως καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, ἐπίσης χρησιμοποιηθεὶς ὡς μάρτυς ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου, πλὴν τῶν παραινέσεων περὶ ὑπακοῆς, εἶναι σαφὴς καὶ περὶ τοῦ πνεύματος τῆς ἑνότητος τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ διακατέχει μίαν Μοναστικὴν Ἀδελφότητα, λέγων ὅτι προϋπόθεση βασικὴ αὐτῆς τῆς ἑνότητος εἶναι ἡ ὁμοφωνία τῆς Πίστεως· ἀφοῦ δηλαδὴ ὁ Ἅγιος τονίσει ἐμφαντικῶς ὅτι δὲν πρέπει νὰ κάνουν οἱ Λαυρεῶτες Μοναχοὶ διάκριση μεταξὺ ἑαυτῶν καὶ τῶν ἐπηλύδων Μοναχῶν ὡς «ξενοκούρων», διευκρινίζει ὅτι πρὸς τοῦτο προϋποτίθεται ἡ ταυτότητα τῆς Πίστεως. Ἔτσι, ἡ διαφορὰ τῶν Μοναχῶν ἔγκειται ὄχι στὶς Μονές, ἀλλὰ στὴν ἀρετή: «Ἀλλοφύλου γὰρ μὴ τυγχάνοντος [τοῦ Μοναχοῦ], μὴ ἑτεροδόξου, [...] τοῦ δόγματος ἀμφοτέρων ὑγιοῦς ὄντος [...], τί διενήνοχεν οὗτος ἐκείνου, ὅσον κατὰ τὴν ἐν τόπῳ τοῦ ἐπαγγέλματος καὶ σχήματος ἀνάληψιν; [...] εἰ γὰρ ἐνὸς Χριστοῦ ἐσμεν ἅπαντες, ὥσπερ οὖν καί ἐσμεν τῇ αὐτοῦ χάριτι, καὶ μητρὸς μιᾶς, τῆς ἁγίας τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας, τῆς τε πίστεως τῆς αὐτῆς καὶ ἑνὸς ἐπαγγέλματος, μὴ ἔριδες ἔστωσαν ἐν ὑμῖν μηδὲ καλείσθω ὁ μὲν ξένος, ὁ δὲ οἰκειότατος, μόνη δὲ ἡ ἀρετὴ προτιμητέα»[16]. Συνεπῶς, ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος γνωρίζει τὴν ἐκ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως σταθερὴ ἐκκλησιολογικὴ θέση, ὅτι ἀπαιτεῖται πρὸ τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ὁμονοίας ἡ διαπίστωση καὶ βεβαιότητα περὶ τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Ἀδελφότητος καὶ τοῦ Προεστῶτος, πρᾶγμα καθαρώτατα διευκρινισμένο καὶ μάλιστα στὸ Μοναχισμὸ τῆς Βασιλευούσης ΚΠόλεως.
Γ.3. Περὶ ἐπικρίσεως τῶν Προεστώτων
Τὸ ὅτι ἡ κατάκριση εἶναι ἁμάρτημα φοβερό, μᾶς τὸ παραδίδει ὅλη ἡ ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση. Ὅμως, ἐπειδὴ ἡ ἀρετὴ εἶναι μεσότης καὶ πορεύεται σὲ λεπτὲς ἰσορροπίες, ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις στὴ γενικὴ ἀρετὴ τῆς ἀποφυγῆς τῆς κατακρίσεως· ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ κρίση κατὰ τοῦ Προεστῶτος (ἐννοεῖται ἄνευ ἐμπαθείας) γιὰ θέματα Πίστεως, παρὰ τὸ ὅτι ἀπαγορεύεται γιὰ θέματα ἤθους· «Πῶς λοιπὸν ὁ Παῦλος λέγει “Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε;” Διότι, ἀφοῦ πιὸ πάνω εἶπε “τῶν ὁποίων βλέποντες τὴν ἔκβαση τῆς ζωῆς, μιμεῖσθε τὴν πίστη τους”, τότε εἶπε “Πειθαρχεῖτε στοὺς ἡγουμένους σας καὶ ὑπακούετε”. Τί γίνεται λοιπόν, λέγει, ὅταν εἶναι πονηρὸς καὶ δὲν πειθαρχοῦμε; Πονηρός, πῶς τὸ ἐννοεῖς; Ἂν ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως, ἀπόφευγε καὶ παράτησέ τον,ὄχι μόνον ἂν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλὰ κι ἂν εἶναι ἄγγελος ποὺ κατέρχεται ἐξ οὐρανοῦ[17]... Ἀλλά ὅταν εἶναι στὴν πίστη [πονηρός] οὔτε εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους, κι ὁ πονηρὸς δὲν θὰ σταματήσει νὰ διδάσκει. Διότι καὶ τὸ “Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε” εἶναι γιὰ τὸν βίο καὶ ὄχι γιὰ τὴν πίστη»[18].
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, γράφοντας κατὰ τῆς ἐπικρίσεως, καὶ δὴ τῶν Ποιμένων, σημειώνει τὴν ἐξαίρεση τῶν περὶ Πίστεως θεμάτων[19], γράφοντας: «Ἄλλος εἶναι ὁ γνώστης καὶ ἐξεταστὴς τῶν κρυπτῶν. Νὰ ἔχεις ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ σου, ὅτι ὁ καθένας εἶναι ἀνώτερός σου καὶ παραχώρησε τὴν κρίση στὸν δίκαιο Κριτή· πρέπει πάντως ὁ Ἱερεὺς νὰ μὴ σφάλλει στὰ δόγματα περὶ τοῦ Θεοῦ· ὅμως γιὰ τὰ ὑπόλοιπα δὲν εἶσαι σὺ δικαστής» [20]. Ὁ Ἅγιος Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης, ἐπίσης, ὁ ὁποῖος στὸ σύγγραμμά του Ἀλφαβηταλφάβητος περιέλαβε ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία, γράφει τὰ ἑξῆς περὶ τῆς ἐπικρίσεως τῶν δογματικῶν σφαλμάτων τῶν Κληρικῶν: «Ἀλλ΄ ὅμως, φίλε μου, τοὺς ἱερεῖς, ἀκόμη κι ἄν τοὺς βλέπεις σὲ κάτι ἄλλο νὰ ἀνομοῦν, σὲ αἵρεση ὅμως ὄχι, προσκύνα τους καὶ τίμα τους, ὡς τοῦ Χριστοῦ ὑπηρέτες, ὥστε ἐκεῖνοι κατευνάζοντας γιὰ χάρη σου τὸν Πλάστη, νὰ τὸν εὑρίσκουν πρόθυμο στὶς δικές τους ἱκεσίες»[21].
Γ.4. Περὶ τοῦ παραδείγματος
τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἁγίων, διαλεγομένων
Ὁ διάλογος τοῦ Κυρίου μὲ τὴ Σαμαρείτιδα εἶναι πλήρης εἰλικρινείας, εἶναι δὲ ἐπίσης ἐλεγκτικός, δύο χαρακτηριστικὰ ποὺ δὲν συναντοῦμε στοὺς σημερινοὺς οἰκουμενικοὺς διαλόγους, οἱ ὁποῖοι οὔτε εἰλικρινεῖς οὔτε ἐλεγκτικοὶ εἶναι, ἀλλὰ ὑποκριτικοὶ καὶ ἀνθρωπάρεσκοι. Διὰ τοῦτο εἶναι παντελῶς ἀτυχὴς ἡ ἐπίκληση τοῦ περιστατικοῦ ἀπὸ τὸν συντάκτη τῆς πατριαρχικῆς ὁμιλίας. Ὁ Κύριος ὄχι μόνον κατέρριψε τὶς ἀπόψεις τῆς Σαμαρείτιδος περὶ τῆς λατρευτικῆς ἀξίας τοῦ ὄρους Γαριζείν, σημειώνοντας ὅτι ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ ἤλεγξε καὶ τὴν ἴδια γιὰ τὴν παράνομη ζωή της[22]. Ἐκτὸς τούτου, οὔτε ὁ Κύριος, ἀλλ’ οὔτε καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ὁμιλοῦντες ἔδειξαν ποτὲ σημεῖα ἀνθρωπαρεσκείας, ἀλλ’ ὁ μὲν Κύριος διεκήρυξε στοὺς ἴσως ἐνοχλουμένους ἀπὸ τὸ κήρυγμά του, «μήτι καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;»[23], ὁ δὲ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, καθὼς καταδεικνύει καὶ ἡ γεμάτη διωγμοὺς ζωή του, διεκήρυττεν· «οὐ γάρ ἐσμεν ὡς οἱ πολλοὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὡς ἐξ εἰλικρινείας, ἀλλ’ ὡς ἐκ Θεοῦ κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλοῦμεν» καὶ «λαλοῦμεν οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν»[24].
Ἡ ἀναφορὰ στὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ στὸ διάλογό του μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, ποὺ ἔγινε λόγῳ τῆς αἰχμαλωσίας του καὶ ὄχι ἀπὸ ἀφελῆ ἢ διπλωματικὴ διάθεση συνδιαλλαγῆς, ἀποτελεῖ ἐπίσης «αὐτεπίστροφον βλῆμα» κατὰ τῆς σημερινῆς οἰκουμενιστικῆς πρακτικῆς. Ὁ κ. Βαρθολομαῖος σὲ ἐπίσκεψή του στὸν Μουσουλμᾶνο Πρόεδρο τῆς Coca-Cola κ. Μουχτὰρ Κέντ, ἀναφερόμενος στοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους, ἀφοῦ ἀπαξίωσε τὶς θεολογικὲς διαφωνίες ὡς κατὰ κανόνα ἄκαρπες, εἶπε μεταξὺ ἄλλων: «Ἔχω ἕνα μικρὸ ἐνθύμιο - μικρὸ ἀλλὰ καὶ μεγάλο· ἐνθύμιο στὴ Δάφνη καὶ τὸν Μουχτάρ. Εἶναι τὸ ἅγιο Κοράνιο, τὸ ἱερὸ βιβλίο τῶν Μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας»[25]. Πῶς εἶναι δυνατόν, λοιπόν, νὰ παραβάλλει τὴν ἰδική του διπλωματία μὲ τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν παρρησία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξεν ἀπολύτως ἀληθὴς διαλεγόμενος πρὸς τοὺς Μουσουλμάνους;
Ἐρώτησαν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο γιατί οἱ Χριστιανοὶ δέν δέχονται τὸν Μωάμεθ ὡς προφήτη καὶ δὲν πιστεύουν στὸ Κοράνιο, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὸ βιβλίο ἐξ ἀποκαλύψεως, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. Σήμερα ἡ ἐρώτηση αὐτὴ δὲν θὰ εἶχε νόημα, διότι οἱ Οἰκουμενιστὲς θεωροῦν τὸν Μωάμεθ ὡς προφήτη καὶ τὸ Κοράνιο ὡς βιβλίο «ἅγιο», κατὰ τὸν κ. Βαρθολομαῖο: «Ὑμεῖς δέ πῶς οὐ δέχεσθε τὸν ἡμέτερον προφήτην, οὐδέ, πιστεύετε τῷ τούτῳ βιβλίῳ, ἐξ οὐρανοῦ καὶ αὐτῷ καταβάντι;». Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐκφράζει τὴν διαχρονικὴ ἐκτίμηση καὶ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχουν ἀπομακρυνθῆ οἱ Οἰκουμενιστές. Δὲν πιστεύουμε στὸν Μωάμεθ, εἶπε, γιατὶ δὲν ὑπάρχει γι᾽ αὐτὸν καμμία προφητικὴ μαρτυρία, ὅπως γιὰ τὸν Χριστό, καὶ γιατὶ δὲν ἔκανε κάτι θαυμαστὸ καὶ ἀξιόλογο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πίστη. Γι᾽ αὐτὸ δὲν πιστεύουμε οὔτε σ᾽ αὐτὸν οὔτε στὸ βιβλίο του, τὸ Κοράνιο: «Τὸν δὲ Μεχούμετ (= Μωάμεθ)οὔτε παρὰ τῶν προφητῶν εὑρίσκομεν μαρτυρούμενον οὔτε τι ξένον εἰργασμένον καὶ ἀξιόλογον πρὸς πίστιν ἐνάγον. Διὰ τοῦτο οὐ πιστεύομεν αὐτῷ, οὐδὲ τῷ παρ᾽ αὐτοῦ βιβλίῳ». Στὴ συνέχεια τῆς συζητήσεως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἦταν περισσότερο αὐστηρός, μέχρι τοῦ σημείου νὰ συμπεριλάβει τὸν Μωάμεθ μεταξὺ τῶν «ψευδοχρίστων καὶ ψευδοπροφητῶν», γιὰ τοὺς ὁποίους προλέγει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ συνιστᾶ «Μὴ οὖν πλανηθῆτε ὀπίσω αὐτῶν». Ἡ ἐξάπλωση τοῦ Ἰσλάμ ὀφείλεται, κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ὄχι στὴν θεϊκὴ εὐλογία καὶ ἀποδοχή, ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ συνομιλητής του, ἀλλὰ στὴ χρήση πολεμικῆς βίας καὶ στρατιωτικῆς ἐπιβολῆς, ὅπως καὶ στὸ ὅτι προτείνει ἡδονικὸ καὶ ἀνήθικο βίο. Οἱ ἀπαντήσεις αὐτὲς ἐξόργισαν τόσο πολὺ τοὺς Μουσουλμάνους ποὺ παρακολουθοῦσαν, ὥστε κινήθηκαν μὲ ἄγριες διαθέσεις ἐναντίον του, ἕτοιμοι νὰ τὸν κακοποιήσουν[26]. Ποιά σχέση λοιπὸν ἔχει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ποὺ συνωμίλησε, ὄχι μὲ δική του πρωτοβουλία μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, ἀλλὰ ὡς αἰχμάλωτος, μὲ πλήρη ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ καταδίκη τῆς πλάνης καὶ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, πρὸς τοὺς σημερινοὺς διοργανωτὲς τῶν διαλόγων, ποὺ διεξάγονται σὲ πολυτελῆ ξενοδοχεῖα καὶ καταλύματα, μὲ συνεχεῖς ὑποχωρήσεις καὶ συμβιβασμοὺς καὶ προδοσία τῆς ἀληθείας, ὅπως αὐτὲς τὶς ἡμέρες στὴν Ἀσίζη, ὅπου καὶ πάλι οἱ Ὀρθόδοξοι κατεπάτησαν τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ συμπροσευχήθηκαν μὲ ὅλους, ἑτεροθρήσκους καὶ ἑτεροδόξους, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ κ. Βαρθολομαῖος; Μήπως ὑπάρχει καμμία μαρτυρία γιὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ὅτι συμπροσευχήθηκε μὲ αἱρετικοὺς ἢ ἑτεροθρήσκους; Ἂν δὲν διαβάζουν καὶ δὲν γνωρίζουν τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων οἱ τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων, ἂς παύσουν νὰ τοὺς ἐπικαλοῦνται καὶ νὰ τοὺς βλασφημοῦν. Διότι, διαφορετικά, διαστρέφουν τὴν ἀλήθεια.
Καὶ ἐνῷ μάλιστα ὁ ἅγιος Γρηγόριος, εὑρίσκοντας ἀφορμὴ τὸν διάλογο αὐτὸ, παρουσίασε στοὺς συνομιλητές του συνοπτικῶς τὴν Τριαδολογία, τὴ Χριστολογία καὶ τὴν θεολογία τῶν ἱ. Εἰκόνων, βάσει τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης σὲ ὁμιλία του στὴν Ἑβραϊκὴ Park East Synagogue (καὶ μάλιστα σὲ πρωτοφανῆ ἐπίσκεψη Πατριάρχου σὲ Συναγωγὴ) ἀντιπαρῆλθε ἐπιμελῶς ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ στὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς Ἀποκαλύψεως, τονίζοντας μόνο κοινὰ σημεῖα Χριστιανισμοῦ καὶ Ἰουδαϊσμοῦ, γεμίζοντας φιλοφρονήσεις τοὺς οἰκοδεσπότες καὶ παραβλέποντας ὅσα ἡ πρώτη Ἐκκλησία στὴν Καινὴ Διαθήκη[27] καὶ οἱ μετὰ ταῦτα Πατέρες διαπιστώνουν γιὰ τὸ φθοροποιὸ ρόλο τοῦ μεταγενεστέρου, ταλμουδικοῦ, Ἰουδαϊσμοῦ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ὅτι, ἄνευ τῆς πίστεως στὸν Ἰησοῦν ὡς Χριστόν, ὁ Ἰουδαϊσμὸς εἶναι ἐστερημένος σωτηρίας[28]· παρουσίασε τὴ διήγηση τῆς ἐπισκέψεως παρὰ τὴν Δρῦν τοῦ Μαμβρῆ ὄχι ὡς Θεοφάνεια καὶ συμβολισμὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλ’ ἀχρώμως ὡς συμβολισμὸ τῆς «ζωῆς τοῦ Θεοῦ»[29]. Δυστυχῶς, ἐδῶ ἴσως φαίνεται ἡ ἐναρμόνιση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μὲ τὸ θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως, ὅθεν προῆλθε καὶ ἡ ἐκπληκτικὴ δήλωσή του στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅτι «τό χριστιανικόν ὅραμα τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπότητος ἐκφράζεται πρός τό παρόν διά τῆς τάσεως πρός παγκοσμιοποίησιν»![30]
Ἡ «κλαδεμένη» χρήση τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος δὲν ἑρμηνεύει (καταργώντας) τὸ ρητὸν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»[31], ὅπως ἐνόμισε ὁ Πατριάρχης, ἀλλὰ προσφέρει ἐναλλακτικὴ λύση σὲ ὅσους αἰσθάνονται νὰ μὴ κινδυνεύουν οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὸ διάλογο μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ νομίζουν ἐπίσης ὅτι ὑπάρχει καλὴ πρόθεση ἐκ μέρους ἐκείνων. Γράφει ὁ Ὅσιος Ἰωάννης· «πρὸς δὲ τοὺς μαθεῖν βουλομένους τὴν ἀλήθειαν, τὸ καλὸν ποιοῦντες ἕως αἰῶνος μὴ ἐκκακῶμεν· πλὴν κατὰ τὸν στηριγμὸν τῆς καρδίας ἡμῶν ἀμφοτέροις χρησώμεθα»[32]. Ἀκόμη, ἡ ἐδῶ ἑρμηνευτικὴ προσθήκη τοῦ κ. Βαρθολομαίου, «χωρὶς νὰ βαρυνώμεθα ἕνεκα τῆς φαινομενικῆς ματαιότητος τῶν κόπων καὶ τῆς φαινομενικῆς ἀναποτελεσματικότητος τῶν ἡμετέρων προσπαθειῶν», δὲν ἀνήκει στὸν Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος καὶ σαφῶς δὲν ἀποδίδει, ἀλλ’ ἀντιθέτως ἀλλοιώνει, τὸ νόημα τῶν λεγομένων τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου. Διότι, ἂν ὑπάρχουν ἐνδείξεις «ἀναποτελεσματικότητος καὶ ματαιότητος» τῶν διαλόγων, τότε πῶς διαφαίνεται ἡ καλὴ πρόθεση τῶν συνδιαλεγομένων ἑτεροδόξων, ὅπως προϋποθέτει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος; Σημεῖον καλῆς θελήσεως τῶν ἑτεροδόξων εἶναι ἡ, ἔστω καὶ προοδευτικῶς, ἀναγνώριση τῆς ἀληθείας:«ὁ ὢν ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ ρήματα τοῦ Θεοῦ ἀκούει· διὰ τοῦτο ὑμεῖς οὐκ ἀκούετε, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστέ»[33]. Ἀντιθέτως, οἱ ἑτερόδοξοι τοῦ Πατριάρχου συνεχῶς προκόπτουν ἐπὶ τὰ χείρω σὲ τελείως ἀντι-ευαγγελικὲς στάσεις ζωῆς, ὅπως οἱ γάμοι καὶ οἱ χειροτονίες ὁμοφυλοφίλων (στοὺς Προτεστάντες) καὶ ἡ αὐξανόμενη ἐκκοσμίκευση, ἡ παιδεραστία καὶ ὁ συγκεντρωτισμὸς τῆς Ρώμης.
Ἀποδεικνύεται, ἔτσι, ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῶν πραγμάτων ὅτι πολὺ σοφὰ ἀπαγορεύεται ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ ἡ συναναστροφὴ μὲ ἑτεροδόξους· διὰ τοῦτο καὶ συνεχῶς συναντοῦμε ἐκεῖ τὶς προτροπὲς «μὴ ἔχε φιλίαν μετὰ αἱρετικοῦ», «μὴ ἔχε φίλον αἱρετικόν», «μὴ οἰκήσετε μετὰ αἱρετικῶν»[34] κ.ἄ. Ὁ ἅγιος Ἀββᾶς Σισώης, χωρὶς νὰ ἐμπλακῆ σὲ ἀτελείωτες συζητήσεις, ἔβαλε νὰ ἀναγνώσει ὁ μαθητής του Ἀβραὰμ στοὺς Ἀρειανόφρονες ἐπισκέπτες ἀπὸ ἔργα τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὁπότε καὶ «σιωπώντων αὐτῶν ἐγνώσθη ἡ αἵρεσις αὐτῶν. Καὶ ἀπέλυσεν αὐτοὺς μετ’ εἰρήνης»[35]. Εἶναι πολὺ ἁπλῆ ἡ ὁμολογία καὶ μαρτυρία τῆς ἀληθείας καὶ Ὀρθοδοξίας πρὸς τοὺς καλοπροαιρέτους!
Δυστυχῶς, ὅμως, οὔτε ἔνδειξη καλῆς προαιρέσεως ὑπάρχει, οὔτε καὶ τὰ κείμενα τοῦ διαλόγου μαρτυροῦν τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ τὸν οὐνιτισμὸ ποὺ διαμορφώνουν οἱ οἰκουμενιστικὲς ἡγεσίες μὲ πρωτεργάτη τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Πράγματι, οἱ ἐξελίξεις μᾶς βεβαιώνουν ὅτι «ὁ στηριγμὸς τῆς καρδίας» (κατὰ τὸν τῆς Κλίμακος Ἰωάννην) τῶν διαλεγομένων Οἰκουμενιστῶν εἶναι ἐλλιπέστατος γιὰ τὴ μεταστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων.
Γ.5. Τὸ ἀληθὲς νόημα τῶν χωρίων
«ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» καὶ «ἵνα ἓν ὦσι»
Τὰ πασίγνωστα χωρία, δηλ. ἀπὸ τὰ «εἰρηνικὰ» τῶν ἱ. ἀκολουθιῶν «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν»[36],ἐπιστρατεύθηκαν καὶ πάλι στὴν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, γιὰ νὰ στηρίξουν τὴν δῆθεν παραδοσιακότητα τοῦ ἀτέρμονος οἰκουμενικοῦ διαλόγου καὶ τὴν ἐγγενῆ στὴν Ἐκκλησία ἀνάγκη ἐπιδείξεως φιλενωτικοῦ πνεύματος. Σύμφωνα μὲ τὶς θεωρίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ Ἐκκλησία εἶναι διῃρημένη σὲ ἐπὶ μέρους «ἐκκλησίες» (ὄχι τοπικές, ἀλλ΄ ὁμολογιακές-δογματικές, βλ. τὸ κείμενο τοῦ Porto Alegre παρακάτω) καὶ χρῄζει ἑνώσεως· τὸ ὁποῖον βεβαίως εἶναι ἰσχυρισμὸς πέραν πάσης σοβαρῆς, ἔστω βασικῆς, κατανοήσεως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας.
Ἔχει ἐπισημανθῆ ὅτι τὸ λειτουργικὸ αἴτημα «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» ἀναφέρεται στὴν ἕνωση πάντων τῶν ἀνθρώπων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας[37] καὶ ὄχι στὴν ἕνωση Ἐκκλησιῶν διαφορετικοῦ δόγματος· ἄλλωστε ἡ φράση θὰ ἦταν «ὑπὲρ τῆς τῶν πασῶν [καὶ ὄχι “πάντων”] ἑνώσεως», ἂν ἀναφερόταν σὲ Ἐκκλησίες. Ἡ ὀρθόδοξη Πίστη παραδέχεται «ἀδιαίρετη διαίρεση» τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν οἱ ὁποῖες συναπαρτίζουν τὴν Μίαν Ἐκκλησίαν, τὸ Σῶμα Χριστοῦ, χάρη στὴν ἑνότητα Πίστεως, Λατρείας καὶ Διοικήσεως. Λέγει χαρακτηριστικῶς ὁ Ἅγιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας: «[ Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ], ἀφοῦ ἐφύτευσε σὰν κάποιο Παράδεισοτὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, μᾶς συγκέντρωσε ὅλους σὲ αὐτὲς καὶ ἔφτιαξε μία Ἐκκλησία στὴν Πίστη καὶ στὸ φρόνημα»[38]. Ὅσες χριστιανικὲς Κοινότητες ἔχουν διάφορη Πίστη δὲν εἶναι Ἐκκλησίες[39], διότι ἡ ἀλλοίωση στὴν Πίστη συνεπάγεται αἵρεση καὶ ἀποκόπτει ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ παραβλάπτει τὴν ἑνότητά της, ὅπως ἀκριβῶς τὰ ξηρὰ ἀποχωριζόμενα κλήματα δὲν βλάπτουν τὴν Ἄμπελο, κατὰ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου[40] .
«Ἡ ἑνότητα, κατὰ τὸν π. Γεώργιο Μεταλληνό, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ἀνήκει στὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σώματος Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ κοινωνίας. Ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία εἶναι «μόνον μία καὶ μοναδική», κατὰ τὸ ἱερὸ Σύμβολο. Ἡ ἐσωτερικὴ δὲ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται καὶ ἐξωτερικά, ὡς ἑνότητα στὴν Πίστη, τὴν Λατρεία, μὲ τὴν συμμετοχὴ στὰ ἴδια Μυστήρια, ἀλλὰ καὶ στὴν διοίκηση, μὲ κέντρο τοὺς ἐπισκόπους. Εἶναι, λοιπόν, ἑνότητα δογματική, λειτουργικὴ καὶ διοικητικὴ/κανονική. Οἱ τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐκφράζουν τὴν «μυστικὴ» ἑνότητά τους στὸ ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μέσω τοῦ ἀνωτάτου ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου τους, ποὺ εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Κάθε ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὶς θεμελιακὲς αὐτὲς προϋποθέσεις καὶ ἀναγκαιότητες γιὰ τὴν διασφάλιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἐπιφέρει σχισματικὲς καταστάσεις, μὲ τὴν ἀπόσχιση τῆς καινοτομίας καὶ πλάνης ἀπὸ τὸ ἕνα σῶμα. Διότι μένοντας πιστὸ στὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση τὸ σῶμα, καθ’ αὑτὸ δὲν σχίζεται, ἀλλὰ τὸ «σεσηπὸς ἐκκόπτεται» κατὰ τὴν χαρακτηριστικὴ ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου»[41].
Ἀντιθέτως πρὸς τὴν οἰκουμενιστικὴ ἐκκλησιολογία ποὺ βλέπει τὴν Ἐκκλησία ὡς διηρημένη μετὰ τὸ σχίσμα τῆς Ρώμης τὸ 1054, τὸ ἔγκριτο συνοδικὸ φρόνημα τῆς Ὀρθοδοξίας μαρτυρεῖ τὴν πάντοτε ὑπάρχουσα ἀπαρτία καὶ ὁλοκληρία τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὰ σχίσματα τῶν αἱρετικῶν καὶ δὴ τῶν παπικῶν. Λέγουν σχετικῶς οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς, στὶς Ἀποκρίσεις πρὸς τοὺς Ἀγγλικανοὺς Ἀνωμότους (1716/1725): «... πρὸ χρόνων τινῶν ἐπηρείᾳ τοῦ πονηροῦ ὁ Ῥώμης πάπας ἀποσφαλεὶς καὶ εἰς ἀλλόκοτα δόγματα καὶ καινοτομίας ἐμπεσών, ἀπέστη τῆς ὁλομελείας τοῦ σώματος τῆς εὐσεβοῦς Ἐκκλησίας καὶ ἀπεσχίσθη· καὶ νῦν ἐστιν οἷον διερρωγός τι τεμάχιον τοῦ ὅλου ἱστίου τῆς πνευματικῆς ὁλκάδος τῆς Ἐκκλησίας [...] Νῦν δὲ τὰ μὲν τέσσαρα μέρη τοῦ ῥηθέντος ἱστίου ἐνέμειναν κατὰ χώραν συνημμένα τε καὶ συνεραμμένα, δι’ ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς διαπλέομεν καὶ ἀκυμάντως τὸ τοῦ βίου τούτου πέλαγος [...] Οὕτως οὖν ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ εὐσεβὴς Ἐκκλησία ἐπὶ τέσσαρσιν νῦν ἐρείδεται στύλοις, τοῖς τέσσαρσι δηλαδὴ Πατριάρχαις, καὶ μένει ἀδιάσειστος καὶ ἀκλόνητος»[42]. Περὶ τοῦ αὐτοῦ ἐκκλησιολογικοῦ σημείου ἐπιμαρτυρεῖ καὶ ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, λέγοντας χαρακτηριστικῶς· «Ἐπειδὴ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἔπειτα, μὲ πολλοὺς τρόπους πολλὲς αἱρέσεις προσέκρουσαν πάνω της καὶ ἄθεσμοι ρύποι ἀντίθετοι στοὺς Κανόνες, ὅπως καὶ τώρα, ἀλλὰ ἡ ἴδια [ἡ Ἐκκλησία] μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε ἔχει παραμείνει ἄσχιστη καὶ ἀδιαίρετη, καὶ θὰ διαμένει ἔτσι στὸν αἰῶνα, καθὼς θὰ ἀφαιροῦνται ἀπὸ αὐτὴν καὶ θὰ ἀποδιώκονται αὐτοὶ ποὺ ἐφρόνησαν καὶ ἔπραξαν κακά»[43].
Ἡ τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου αἴτηση πρὸς τὸν Θεὸν Πατέρα «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» ἐκπληρώνεται ἤδη ἐντὸς τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, διότι τὸ αἴτημα τοῦτο τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώνεται διὰ τῆς ταυτότητος τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως πάντων· δὲν ὑφίσταται λοιπὸν ἐκκρεμότητα ὡς πρὸς τοῦτο, ἀλλ’ ἐκκρεμεῖ ἡ ὑπὸ τῶν ἑτεροδόξων ἀποδοχὴ τῆς μόνης ἀληθοῦς Πίστεως· ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο τοῦτο παρατηρεῖ:«Ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί, καὶ ἐγὼ ἐν σοί [...] Τί εἶναι, λοιπόν, τὸ “ Ἐν ἡμῖν”;Στὴν πίστη πρὸς ἐμᾶς. Ἐπειδὴ βέβαια τίποτε δὲν σκανδαλίζει ὅλους, ὅσο ἡ διάσπαση, αὐτὸ κατασκευάζει, ὥστε νὰ γίνουν ἕνα. Τί, λοιπόν; Τὸ κατόρθωσε αὐτό, λέγουν; Καὶ πάρα πολύ τὸ κατόρθωσε. Διότι ὅλοι ὅσοι πίστευσαν μέσῳ τῶν Ἀποστόλων εἶναι ἕνα, μολονότι κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀποσπάστηκαν [...] Εἴτε γιὰ τὰ σημεῖα, εἴτε γιὰ τὴν ὁμόνοια, εἴτε γιὰ τὴν εἰρήνη ὁμιλεῖ, φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ Ἴδιος ποὺ τοὺς τὰ ἔχει δώσει. Ἔτσι, ἦταν φανερὸ ὅτι [μόνο] γιὰ παρηγοριὰ δική τους γίνεται ἡ προσευχὴ αὐτή»[44]. Ἡ δογματικὴ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας, χάρη στοὺς Ἁγίους, δὲν εἶναι κάτι τό ζητούμενον, ἀλλὰ κάτι τὸ δεδομένον. Οἱ Ἅγιοι, οἱ θεούμενοι, ἔχουν τὴν μεταξύ τους ἑνότητα τῆς δογματικῆς Πίστεως, χάρη στὴ θεωτική, ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ δὲ ὑπόλοιποι πιστοὶ κατέχουν ἀλαθήτως τὴν ἑνιαία δογματικὴ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας μέσῳ τῆς ὑπακοῆς στοὺς Ἁγίους Πατέρες,«ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι». Ἀντιθέτως πρὸς τὴν ἑνιαία δογματικὴ Πίστη, τὴν δογματικὴ ὁμοφωνία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πίστη ὡς ἀρετή, ὡς πεποίθηση στὸ Θεό, ποικίλλει μεταξὺ τῶν πιστῶν, ἀκόμα καὶ τῶν Ἁγίων, κατὰ τὰ μέτρα τῆς προόδου ἑκάστου. Χάρη στὸ γεγονὸς αὐτό,ἐπειδὴ δηλαδὴ ἡ δογματικὴ ἑνότητα εἶναι κάτι δεδομένον καὶ ὄχι ζητούμενον, ἡ Ἐκκλησία δὲν εὔχεται ὑπὲρ τῆς θεραπείας μιᾶς ἀνυπάρκτου διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ εὔχεται ὑπὲρ ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων, ὅπως εἶναι μαρτυρημένο στὰ λειτουργικὰ κείμενά της[45]. Ἀντιθέτως ἡ πρακτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι προφάσει τῆς φράσεως αὐτῆς νὰ προβοῦν σὲ συγκόλληση ἑτεροπίστων ὁμολογιῶν.
Τὴν παραπλανητικὴ αὐτὴ τακτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν στιγματίζει καὶ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει χαρακτηριστικά:
«Μερικοὶ θεολόγοι ἑρμηνεύουν τὴ φράση τοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ἓν ὦσι» (Ἰω. 17/ιζ΄, 21), ποὺ εἶναι τμῆμα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς Του, μὲ τὸ ὅτι δῆθεν ἀναφέρεται στὴν μελλοντικὴ ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τὴν χρησιμοποιοῦν κατὰ κόρον γιὰ νὰ δηλώσουν ὅτι ὁ Χριστὸς προανήγγειλε ὅτι ὅλες οἱ χριστιανικὲς ὁμολογίες θὰ ἀποκτήσουν στὸ μέλλον ἑνότητα μεταξύ τους καὶ θὰ ἀποτελέσουν τὴ “μία” ἐκκλησία, ὑπονοώντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία τώρα εἶναι διασπασμένη. Ἡ ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς φράσεως εἶναι διαφορετική. Τὸ “ἵνα πάντες ἓν ὦσι”, ἐὰν διαβάσει κανεὶς πολὺ προσεκτικὰ ὅλο τὸ κείμενο τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, θὰ δεῖ ὅτι συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ ἄλλες φράσεις, ὅπως “καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί” (Ἰω. 17/ιζ΄, 21) καὶ τὴ φράση “ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοὶ ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἓν” (Ἰω. 17/ιζ΄, 23) καὶ ἐπίσης τὴν ἄλλη φράση “ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν ἔδωκάς μοι” (Ἰω. 17/ιζ΄, 24). Καὶ σαφῶς, ἐδῶ, ὁ Χριστὸς ἀναφέρεται στὴν ἑνότητα τῶν Ἀποστόλων κατὰ θεωρίαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τὴν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ποὺ ἔγινε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, γιατὶ ἀκριβῶς τότε οἱ Ἀπόστολοι ἀπέκτησαν καὶ ἑνότητα οὐσιαστικὴ μεταξύ τους. Ἑπομένως ὅσοι ἐκ τῶν Ἁγίων μέσα στὴν ἱστορία φθάνουν στὴ θέωση καὶ στὴ θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἀποκτοῦν ἑνότητα μὲ τοὺς Ἀποστόλους, ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτοὺς καὶ ἐφαρμόζεται τὸ χωρίο αὐτό, τοῦ Χριστοῦ, “ἵνα ὦσιν ἕν”»[46].
Κι ὅμως ἡ ἐσφαλμένη ἐκκλησιολογικὴ τοποθέτηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου φαίνεται καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι παρὰ τὴν ὡς ἄνω διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖνος στὴν ἴδια του τὴν ὁμιλία, ἀνεφέρθη στὴν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» συμπεριλαμβάνοντας τὶς αἰρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ (βλ. καὶ παρακάτω στὰ περὶ Porto Alegre).
Γ.6. Προϋπόθεση τῆς ἑνώσεως ἡ ταυτότης τῆς πίστεως·
ναί, ἀλλὰ ποιᾶς πίστεως;
Γιὰ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Πατριάρχου ὅτι προϋπόθεση γιὰ τὴν «ἕνωση» εἶναι ἡ ταυτότητα τῆς πίστεως, ἤδη εἴπαμε ὅτι δὲν εἴμεθα πολὺ εὐέλπιδες· διότι δὲν διευκρινίζεται ποιά θὰ εἶναι αὐτὴ ἡ Πίστη· θὰ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη; Μήπως θὰ εἶναι ἡ πίστη τῆς δογματικῆς ποικιλομορφίας, ὅπως ἤδη εἶχε καθιερωθῆ ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἀπόπειρες ἑνώσεως ὑπὸ τοὺς ἑκάστοτε λατινόφρονες Ὀρθοδόξους, ὅπως στὶς Συνόδους Λυῶνος καὶ Φερράρας-Φλωρεντίας;
Δυστυχῶς, ἡ πορεία τοῦ Διαλόγου ἀποδεικνύει ὅτι θὰ παραβλεφθοῦν οἱ διαφορὲς καὶ θὰ γίνει ἕνωση μὲ διατήρηση τῆς δογματικῆς ἑτερότητος. Μάλιστα στὸ Porto Alegre, στὴν Θ΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε., ἡ δογματικὴ διαφοροποίηση ἐντὸς τῆς «ὑπερ-εκκλησίας» τοῦ Π.Σ.Ε. καταξιώθηκε πλήρως (βλ. παρακάτω), καὶ ἔτσι τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Ἰουλίου Πάπα Ρώμης ἁρμόζουν στὴν περίσταση: «Τὸ νὰ προσποιούμαστε ὅτι συμφωνοῦμε μὲ τὰ λόγια, ἐνῷ διαφωνοῦμε στὰ δόγματα, εἶναι ἀσεβές»[47].
Ἀκριβῶς γιὰ μιὰ τέτοια «ὑδροβαφῆ ἕνωσιν» ἔγραφε ὁ σοφὸς Μοναχὸς Ἰωσὴφ Βρυέννιος (ca. 1350-1431) «Πρὸς αὐτοὺς [τοὺς παπικοὺς] ποὺ τολμοῦν νὰ ἀνακοινώσουν ὅτι [...] θὰ γίνει ἡ ἕνωση καὶ θὰ μείνουν ἀπαράτρεπτα ὅλα τὰ ἔθη καὶ δόγματα τῆς δικῆς μας αὐλῆς ἢ καὶ εἰσηγοῦνται ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀπρεπὲς νὰ μνημονεύουμε τὸν Πάπα ὡς ἅγιο, μετὰ ἀπὸ πολλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε σ’ αὐτοὺς καὶ τὰ ἑξῆς: Αὐτὴ εἶναι ἡ ἕνωση, ποὺ τόσα ἔτη μελετᾶτε, τῶν τόσο πολλῶν Ἐκκλησιῶν καὶ φυλῶν; Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σκέπτεσθε νὰ ἑνωθεῖτε δῆθεν μαζὶ μας, ἐνῷ ἡ προσθήκη [τοῦ filioque] ἀδιόρθωτη θὰ μένῃ καὶ ἀμετάτρεπτα ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα προξένησε τὸ μακρὸ καὶ ἐπάρατο σχίσμα; Δὲν εἶναι αὐτὴ διόρθωση, ἄνθρωποι, οὔτε ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ σχίσμα χειρότερο τοῦ προηγουμένου σχίσματος καὶ διαίρεση καὶ κατάτμηση καὶ ἀπάτη, καὶ προφανὴς συγκατάβαση δική μας πρὸς ἐσᾶς καὶ δεσμὰ γιὰ πνίξιμο καὶ καθοδήγηση στὸν γκρεμὸ καὶ ἀποφυγὴ τῆς ἐλευθερίας καὶ ὁμολογία δουλείας καὶ κατάκριση τῶν ἁγίων Πατέρων, καὶ τίποτε ὑγιές. Πῶς θὰ γίνει ἕνωσή μας, καθὼς παρεμβάλλονται μύρια δόγματα μεταξύ μας; Διότι κάθε τι ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸ ἑνούμενο, ἑνώνεται χωρὶς νὰ ὑπάρχει κανένα ἀπολύτως ἐνδιάμεσο ἐμπόδιο· ἂν ὅμως παραμένει πάντοτε αὐτὸ ποὺ διαχωρίζει τὰ δύο, δὲν ἑνώνονται καθόλου τὰ παρεμποδιζόμενα, κι ἂν ἀκόμη φανοῦν ὅτι ἑνώνονται σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν τὰ βλέπουν καθαρῶς. Διότι ἕνωση εἶναι “διεστώτων πραγμάτων κοινωνικὴ συνδρομή”· καὶ πῶς θὰ εἶναι αὐτὴ ἀληθινὴ καὶ δὲν θὰ εἶναι προσποιητὴ ἡ ἕνωση, ἂν οἱ μὲν σὲ ὅλες τὶς ἱερὲς τελετὲς ἐκφωνοῦν τὸ Σύμβολο μὲ τὴν προσθήκη [τοῦ filioque], οἱ δὲ χωρὶς αὐτήν; [..] ἕνα βάπτισμα, μία σὲ μᾶς Πίστη, Ἐκκλησία μία, καὶ ἕνας Θεὸς[48] δοξάζεται Τρισυπόστατος· ὅσοι δὲν πιστεύουν ἔτσι νὰ χαθοῦν. Καλὸ τὸ νὰ εἰρηνεύουμε μὲ ὅλους, ἀλλὰ ὁμονοώντας πρὸς τὴν ἀλήθεια [...] διότιὑπάρχει κακὴ ὁμόνοια καὶ καλὴ διαφωνία· εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποσχισθοῦμε καλῶς καὶ νὰ ὁμοφρονήσουμε κακῶς· σὲ αὐτὰ ποὺ ἡ φιλία γίνεται πρόξενος ἀπωλείας, σ’ αὐτὰ τὸ μῖσος γίνεται ὑπόθεση ἀρετῆς· καὶ εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ ὁμόνοια, ἡ διάσταση χάριν τῆς ἀπαθείας [...]»[49].
Γ.7. Ἄλλο ὁ καλὸς τρόπος πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς
καὶ ἄλλο ἡ ἀθώωση τῶν αἱρετικῶν πλανῶν
Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς εἶναι πολὺ ἀκριβὴς γιὰ τὴ δέουσα ἀγάπη πρὸς τοὺς αἱρετικούς, μέχρι τοῦ σημείου ποὺ δὲν θὰ ἐκληφθῆ αὐτὴ ὡς ἀθώωση τῆς αἱρέσεώς τους:«Αὐτά δέν τά γράφω, θέλοντας νά θλίβονται οἱ αἱρετικοί, οὔτε μέ χαρά γιά τήν κάκωσή τους – μή γένοιτο – [...] oὔτε πάλιν παραινώντας νά προτιμᾷτε τή σκληρότητα ἀπό τή φιλανθρωπία - νά μή τρελλαθῶ τόσο! - ἀλλά παρακαλώντας μέ προσοχή καί δοκιμασία νά κάνετε καί νά ἐνεργεῖτε τά καλά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους [...] Ὅμως θέλω καί εὔχομαι νά εἶστε παντελῶς σκληροί καί ἀμείλικτοι, ὥστε νά μή βοηθήσετε σέ κάτι τούς αἱρετικούς στήν ὑποστήριξη τῆς φρενοβλαβοῦς δοξασίας τους. Διότι ἐγώ βεβαίως ὁρίζω ὡςμισανθρωπία καί χωρισμό ἀπό τή θεία ἀγάπη τό νά δοκιμάζετε νά δώσετε ἰσχύ στήν πλάνη, πρός περισσότερη φθορά ἐκείνων πού ἔχουν καταληφθῆ ἀπό αὐτήν»[50].
Τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου ἐθαύμαζαν καὶ ὁ μακάριος Σάββας καὶ ἄλλοι πολλοὶ Γέροντες «τὸνθερμότατο ζῆλο γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ δόγματα, μολονότι ζοῦσε μὲ πολλὴ πραότητα καὶ μετριοφροσύνη, καὶ διαβεβαίωναν ὅτι ἀποστρεφόταν μὲν κάθε αἵρεση ποὺ ἐναντιωνόταν στὸν ὀρθὸ λόγο τῆς Πίστεως, ἐξαιρέτως δὲ “μισοῦσε μὲ τέλειον μῖσος” τὶς ἕξη αὐτὲς αἱρέσεις...»[51]· ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος, ὁ ὁποῖος χαρακτηριζόταν ἀπὸ τὸ κατὰ Χριστὸν πένθος, «ταῖς τῶν δακρύων ῤοαῖς τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον γεωργήσας», ἐξ ἀγάπης ὅμως ἔκανε «προσηλυτισμὸ» τῶν ἑτεροδόξων Μοναχῶν, διότι τοῦ ἀπεκαλύφθη, ὅτι θὰ ἔχαναν τὴν ψυχή τους, ὥσπου τοὺς ἔπεισε νὰ ἀναθεματίσουν τὰ αἱρετικὰ δόγματα καὶ νὰ κοινωνήσουν μὲ τὴν Ἐκκλησία[52]· διότι ἡ Ἐκκλησία ἀγαπᾷ τὸν αἱρετικό, ὡς ἀσθενῆ, καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐπιτίθεται κατὰ τῆς πλάνης, ὡς πνευματικοῦ θανάτου.
Οἱ Οἰκουμενισταὶ ὅμως, καὶ ὁ κ. Βαρθολομαῖος, ἀθωώνουν τὴν πλάνη στὰ κείμενα ποὺ ἐκφωνοῦν στὸ ἐξωτερικὸ καὶ στοὺς διαλόγους, πρὸς ἐπανάπαυσιν τῶν αἱρετικῶν ἑτεροδόξων, γιὰ λόγους διπλωματίας καὶ ἀρεσκείας στοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς καί, ὅπως γράφουμε παρακάτω, ἔχουν δεσμευθῆ στοὺς διαλόγους νὰ παρακωλύουν τὴν μεταστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων.
Γ.8. Ὅποιος ἐπιστρέφει ἑτερόδοξο σῴζει ψυχὴν ἐκ θανάτου·
ὅποιος τὸν ἐπαναπαύει στὴν πλάνη τί βάρος ἐπωμίζεται;
Ὁ κ. Βαρθολομαῖος στὴν ὁμιλία του ἀπέφυγε νὰ κατονομάσει περιπτώσεις ἑτεροδόξων, οἱ ὁποῖοι μέσῳ τῶν διαλόγων ἐστράφησαν στὴν Ὀρθοδοξία, λέγοντας ὅτι «ὑπάρχουν τοιαῦτα παραδείγματα, οὐκ ὀλίγα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι τῆς παρούσης γραφῆς». Ποιά εἶναι λοιπόν; Ἐμεῖς γνωρίζουμε βασίμως ὅτι δὲν ὑπάρχει δυστυχῶς οὔτε ἕνα παράδειγμα, λόγῳ σχετικῶν δεσμευτικῶν ἀποφάσεων τοῦ Π.Σ.Ε.[53] ἀλλὰ καὶ τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Ρ/καθολικούς, ὅπως λ.χ. στὸ κείμενο τοῦ Balamand[54], γιὰ τὴν Οὐνία, ὅπου ἐπισήμως ἀρνοῦνται οἱ ἐκπρόσωποί μας ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ἀληθὴς Ἐκκλησία καὶ παραιτοῦνται τοῦ καθήκοντος τῆς μεταστροφῆς ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθοδοξία! Εἶναι λοιπὸν ἐκ προοιμίου ἀδύνατη ἡ ἐπιστροφὴ ἑτεροδόξων στὴν Ἀλήθεια, λόγῳ δεσμεύσεως τῶν Οἰκουμενιστῶν!
Ἀνάλογη εἶναι, ἐπίσης, ἡ δέσμευση μεταξὺ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν Εὐαγγελικῶν τῆς Γερμανίας γιὰ ἀπόρριψη τοῦ «ἀναβαπτισμοῦ», ὅπως αὐτὴ καταγράφεται στὸ Κοινὸ Ἀνακοινωθὲν ποὺ ἐκδόθηκε στὸ Φανάρι (16-22 Σεπτεμβρίου 2004). Γράφει συγκεκριμένα τὸ κείμενο: «Παρότι αἱ Ἐκκλησίαι ἡμῶν δὲν εὑρίσκονται εἰσέτι εἰς κοινωνίαν, θεωροῦμεν ἑκατέρωθεν τὰ μέλη ἡμῶν ὡς βεβαπτισμένα καὶ ἀπορρίπτομεν τὸν ἐπαναβαπτισμόν. Οἱ συμμετέχοντες εἰς τὸν διάλογον χαιρετίζουν τὰς προσπαθείας τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Γερμανίᾳ (Οἰκουμενικὸν Συμβούλιον τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν) διὰ τὴν προσπάθειαν ἐπιτεύξεως συμφωνίας ὡς πρὸς τὴν ἑκατέρωθεν ἀναγνώρισιν τοῦ Βαπτίσματος»[55].
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης περαιτέρω κατέληξε τὴν ὁμιλία του μὲ τὸν ἐπίλογο τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς Ἰακώβου περὶ τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὥστε νὰ δώσει περισσότερη ἔμφαση στὸν ἀγαπισμό. Ἀλλὰ ἡ γνήσια ἀγάπη, ἡ ὁποία ὡς γνωστὸν «συγχαίρει τῇ ἀληθείᾳ»[56], δὲν μπορεῖ νὰ ἀθωώνει στὴ συνείδηση τῶν ἑτεροδόξων τὴν αἱρετικὴ πλάνη. Καὶ ἄν, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, ὅποιος ἐπιστρέφει ἑτερόδοξο σώζει ψυχὴν ἐκ θανάτου, ὅποιος τὸν ἐπαναπαύει στὴν πλάνη του τί βάρος ἐπωμίζεται;
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει χαρακτηριστικῶς «ἀπρόσκοποι γίνεσθε καὶ Ἰουδαίοις καὶ Ἕλλησι καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ»[57]. Εἶναι σαφὲς ὅτι πρέπει νὰ διαφυλάσσεται καὶ τῶν ὁμοδόξων καὶ τῶν ἑτεροδόξων ἡ συνείδηση τῆς διαφορετικότητος τῆς ἀληθείας πρὸς τὴν πλάνη, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τὴν αἵρεση. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος παραινεῖ σχετικῶς νὰ μὴ συμπροσευχόμαστε μὲ αἱρετικοὺς γιὰ νὰ μὴ λάβουν οἱ πιστοὶ λάθος μήνυμα: «Ὅταν κάποιοι δοῦν ἐσᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ πιστοὺς νὰ συναντιέστε καὶ νὰ ἐπικοινωνεῖτε μὲ ἐκείνους [τοὺς αἱρετικούς], ὁπωσδήποτε, ὑπονοώντας ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι ἀδιάφορο, θὰ πέσουν στὸ βόρβορο τῆς ἀσέβειας»[58]. Φυσικῶς, αὐτὸ ἰσχύει ἀναλογικῶς πολὺ περισσότερο γιὰ τὴ συνείδηση τῶν ἑτεροδόξων, ποὺ εἶναι πολὺ μακρύτερα τῆς ἀληθείας.
Χαρακτηριστικῶς, ἐπίσης, ἀναφέρει ἡ ἐν ΚΠόλει Σύνοδος τοῦ 1836, ἐπὶ τῶν Πατριαρχῶν ΚΠόλεως Γρηγορίου ΣΤ΄ καὶ Ἱεροσολύμων Ἀθανασίου, ὅτι ἡ εὐθύνη γιὰ τὸν σκανδαλισμὸ τῶν πιστῶν εἶναι τεράστια, ὅταν οἱ Ποιμένες δὲν παίρνουν μέτρα προφυλάξεως τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν ξένη προπαγάνδα· «Ταῦτά εἰσιν [τὰ ἀντι-αιρετικὰ μέτρα], ἅπερ ἐντόνως διορίζομεν εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς ὑπὸ τῷ καθ΄ ἡμᾶς ἁγιωτάτῳ, πατριαρχικῷ, ἀποστολικῷ καὶ οἰκουμενικῷ θρόνῳ ὑποκειμένους, ἐντελλόμενοι ἐκκλησιαστικῶς, ἵνα ἐπιμελῶς καὶ ἀγρύπνως ἐκτελεσθῶσι, θεωροῦντες ὡς ἔγκλημα καθοσιώσεως πᾶσαν περὶ τὰ τοιαῦτα ἀμέλειαν ἢ ἀδιαφορίαν· πολλῷ δὴ μᾶλλον ὁ τοιοῦτος ἀρχιερεὺς δὲν θέλει ἀποφύγει τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἀμελῶν τῶν οὐσιωδεστέρων χρεῶν τῆς ποιμαντορίας καὶ γινόμενος ἑκουσίως καὶ ἀναπολογήτως ἔνοχος τῆς φθορᾶς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ ἔθνους καὶ τῆς ἀπωλείας τοῦ ποιμνίου του»[59].
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σημειώνει τὴν καταστροφικὴ ζημία τοῦ νὰ μὴ ὁμολογοῦμε τὴ δογματικὴ Πίστη τῆς Ὀρθοδοξίας[60] καὶ ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος γράφει: «Ἀλλίμονο σέ ὅσους μολύνουν τήν ἁγία Πίστη μέ αἱρέσεις ἤ συγκαταβαίνουν στούς αἱρετικούς»[61].
Ἐὰν λοιπὸν εἶναι τόσο βαρὺ τὸ νὰ θίγεται ἡ συνείδηση τῶν πιστῶν, καθὼς θὰ νομίζουν ὅτι ἡ αἵρεση εἶναι ἀδιάφορο πρᾶγμα, πόσο βαρύτερη εἶναι ἡ ζημία τῶν αἱρετικῶν, ἐφ’ ὅσον μὲ τὴν ἀδιάφορη ἐπικοινωνία ἐφησυχάζουν στὴν αἵρεση; Πόσο βαρύτερη ἀκόμη περαιτέρω ἡ ὑπογραφὴ κοινῶν θεολογικῶν αἱρετικῶν κειμένων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους; Δὲν γνωρίζουμε τί συνέπειες προοιωνίζει ὁ σκανδαλισμὸς τῶν ἀδυνάτων;
Στὴν πραγματικότητα ἡ ἐνδεχομένως καλὴ πρόθεση ἐνίων ἑτεροδόξων πλειστάκις πνίγεται κάπου μεταξὺ τῶν ἐξωτικῶν τοπίων καὶ τῶν καλῶν γευμάτων τῶν οἰκουμενικῶν συναντήσεων, καὶ ὅ,τι ἀπέμεινε προσκόπτει στὸν «λίθο προσκόμματος» τῶν προδοτικῶν ἰσοπεδωτικῶν κειμένων ὡς τοῦ Balamand, τῆς Ραβέννας, τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε κ.λπ. καὶ στὴν «πέτρα σκανδάλου» Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν τοῦ ἐξωτερικοῦ, ποὺ διαβεβαιώνουν τοὺς ἑτεροδόξους«μὴ προσέλθετε στὴν Ὀρθοδοξία, διότι σὲ λίγο θὰ ἑνωθοῦμε», γιὰ νὰ μὴ ... χαλάσει τὸ κλῖμα ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης στοὺς Διαλόγους, ὅπου ἐλήφθησαν οἱ ὡς ἄνω ἀποφάσεις.
Ὁ μακαριστὸς πρωτοπρ. Ἰωάννης Ρωμανίδης εἶχε εὔστοχα προβλέψει τὴν ἰσοπεδωτικὴ πορεία τῶν διαλόγων καὶ τῆς οἰκουμενιστικῆς πρακτικῆς, ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε τὸ Balamand μὲ τὸ πρόσχημα πάντοτε τοῦ ἀγαπισμοῦ καὶ ἐναντίον δῆθεν τῆς μισαλλοδοξίας. Ἄσκησε ἔντονη κριτικὴ στὴν συμφωνία τοῦ Balamand καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐπιτιμήθηκε αὐστηρά ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο[62]. Ἔγραφε σχολιάζοντας τὸ κείμενο τῆς Συμφωνίας: «Τώρα ποὺ ὑπάρχει τὸ κείμενον τοῦ BALAMAΝD, τὸ ἑπόμενο βῆμα θὰ εἶναι ἡ ἐνθάρρυνσις τῆς πρακτικῆς τῶνΛατίνων καὶ τῶν Οὐνιτῶν, νὰ κοινωνοῦν εἰς τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, συμφώνως πρὸς τὴνΒ' Βατικανή. Τὸ οὐσιῶδες γεγονός, ὅτι δηλαδὴ οἱ Ὀρθόδοξοι εἰς τὸ BALAMAΝD προέβησαν εἰςπλήρη ἀναγνώρισιν τῶν λατινικῶν μυστηρίων, σημαίνει ὅτι εὔκολα μπορεῖ νὰ προβληθεῖ ἡ ἐντύπωση ὅτι μόνον τὸ μῖσος μπορεῖ νὰ εἶναι λόγος ἀρνήσεως τῆς διακοινωνίας καὶ τῆς συλλειτουργίας»[63].
Παρὰ τὰ λεγόμενα τοῦ Πατριάρχου, δὲν ὑπάρχει καμμία ἔνδειξη καλῆς θελήσεως, ὡς θεσμικῆς ὑπαναχωρήσεως τῶν ἑτεροδόξων στοὺς διαλόγους, ἢ τοὐλάχιστον καμμία ποὺ νὰ μὴν ἔχει συνοδευθῆ καὶ ἀπὸ ὑποβάθμιση τῆς Πίστεως ἀπὸ τὴ δική μας πλευρά, τῆς ἀληθείας· ἀλλὰ πολὺ χειρότερα γιὰ μᾶς, ἡ ὑποχώρηση στὴν ἀλήθεια, συνιστᾷ προδοσία καὶ ὄχι οἰκονομία,ἐπειδὴ ἡ δογματικὴ καὶ ἱεροκανονικὴ ἀλήθεια εἶναι ὁλότης, ὅπως συμπεραίνει ἡ Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἐν ΚΠόλει Συνόδου τοῦ 1727: «... εἴτε δόγματα Πίστεως, ὅρους τε καὶ κανόνας, εἴτε παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας ἐγγράφους τε καὶ ἀγράφους· ὀφείλομεν ἄρα καὶ περιέπειν ταῦτα πάντα καὶ ἐνστερνίζεσθαι ὅλῃ ψυχῇ, διανοίᾳ τε καὶ προθυμίᾳ, καὶ μηδὲ κεραίαν ἐκ τούτων ἀθετεῖν ἢ μεταποιεῖν ἢ προστιθέναι ἢ ἀφαιρεῖν, ἀλλὰ τὴν εὐθεῖαν βαδίζειν καὶ βασιλικὴν καὶ ἄπταιστον τῆς σωτηρίας ὁδόν, τὴν μήτε εἰς τὰ δεξιὰ μήτε εἰς τὰ ἀριστερὰ κλίνουσαν. Καὶ γὰρ καὶ μικρὰ παρέκκλισις[64] καὶ μεταποίησις ἐν τοῖς περὶ Θεοῦ λόγοις εἰς κρημνὸν φέρει καὶ βάραθρα, καὶ βυθῷ ψυχικῆς ἀπωλείας παραπέμπει τὸν ὁπωσοῦν ἐκτραπέντα τῆς εὐθείας καὶ τῆς ἀληθείας διαμαρτήσαντα»[65].
Κατὰ ταῦτα, ἀπὸ τὴν ἐφθαρμένη ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας στοὺς Διαλόγους, μὲ κοινὰ αἱρετικὰ κείμενα καὶ κατάπτυση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, μόνον οὐνιτικὰ μορφώματα τύπου Monastero diBose προέκυψαν, διότι ἡ Ὀρθοδοξία στοὺς Διαλόγους δυστυχῶς ὁμολογεῖται ὡς ἡ πιὸ αὐθεντική, ἀλλ’ ὄχι – κατὰ τὴν αὐτοσυνειδησία της - ὡς ἡ ἀπολύτως ἀπαραίτητη καί μόνη ὁδὸς σωτηρίας, καὶ ἔτσι ἐκλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς θύραθεν ὡς μιὰ «λειτουργικὴ ἐναλλακτικὴ πρὸς ποικιλίαν», ὡς ἐλληνόρρυθμος Ρωμαιοκαθολικισμός.
Δ. Εἶναι ὄντως ἀκίνδυνη ἡ προσέγγιση μὲ τοὺς ἑτεροδόξους;
Ἡ διαβεβαίωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὅτι ἔχει συνείδηση τῆς εὐθύνης του γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς Πίστεως καὶ ὅτι δὲν προβαίνει σὲ ὑποχωρήσεις στὰ δόγματα τῆς Πίστεως μᾶς φέρει στὸ σημαντικότερο τμῆμα τοῦ παρόντος κειμένου, ὅπου, καθὼς λαμβάνομεν μόνον «ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα», ἀποκαλύπτεται ἡ βλάβη τῶν δογμάτων τῆς Ὀρθοδοξίας στοὺς διαλόγους, μὲ ὀρθόδοξες ὑπογραφὲς καὶ consensus, πρᾶγμα ποὺ ὁ Πατριάρχης ἀποκρύπτει.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅπως εἴδαμε, γράφει ὅτι καὶ μόνη ἡ ἀποφυγὴ τῆς ὁμολογίας τῆς Πίστεως καταστρέφει· πόσο μᾶλλον καταστρέφει ἡ ἀλλοίωση τῶν δογμάτων στὰ κοινῶς συμφωνούμενα κείμενα τῶν Διαλόγων;
Δὲν εἶναι δυνατὸν στὸ παρὸν κείμενο νὰ γίνει ἡ ἀνασκευὴ τῶν αἱρετικῶν θέσεων ὅλων τῶν ἐκκλησιολογικῶν κειμένων, ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τοὺς οἰκουμενικοὺς διαλόγους· προβαίνουμε ἐνδεικτικὰ σὲ ἁπλῆ παρουσίαση ἐλαχίστων γιὰ τὴν κατάδειξη τῆς δογματικῆς ἑτεροδοξίας στὰ κείμενα τῶν διαλόγων τῶν Οἰκουμενιστῶν. Εἶναι λυπηρὴ ἡ κατάσταση αὐτή, ἂν σκεφθοῦμε ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Ποιμένες στὸ παρελθόν, ὄχι μόνον δὲν ἀποδέχονταν αἱρετικὰ δόγματα, ἀλλὰ οὔτε τὴν ὑποψία αἱρέσεως[66].
1. Τὸ κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, 2006, ὡς κατάργηση τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως
Tὸ κείμενο[67] τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2006, χαιρετίσθηκε ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς πανηγυρικῶς. Μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἐδήλωσε τὰ ἑξῆς: «Ἀπηλλαγμένοι λοιπόν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος καί ἀποφασισμένοι νά παραμείνωμεν ἡνωμένοι καί νά ἐργασθῶμεν ἀπό κοινοῦ, ἐθέσαμεν, πρό δύο ἐτῶν, κατά τήν διάρκειαν τῆς Θ΄ Συνελεύσεως ἐν Porto Alegre Βραζιλίας, τάς βάσεις μιᾶς νέας περιόδου εἰς τήν ζωήν τοῦ Συμβουλίου [...]εἰς τό ἐπίκεντρον τῶν δραστηριοτήτων τοῦ Συμβουλίου εὑρίσκεται πάντοτε τό ὅραμα τῶν ἐν αὐτῷ δραστηριοποιουμένων Ἐκκλησιῶν, διά τήν ἐπίτευξιν, τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἑνότητος ἐν τῇ αὐτῇ πίστεικαί πέριξ τῆς αὐτῆς Εὐχαριστιακῆς Τραπέζης»[68].
Ἐκ τούτου καθίσταται φανερό, ὅτι ἡ Πίστη ἐκείνη, ἡ ταυτότητα τῆς ὁποίας θὰ εἶναι ἡ βάση τῆς ἑνώσεως, δὲν εἶναι ἡ ὀρθόδοξη, ἀλλὰ ἡ προτεσταντική, ὅπως τεκμηριώνεται καὶ στὸ κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε. Διότι τὸ αἱρετικὸ αὐτὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο ὑπεγράφη ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Φεβρουάριος 2006), ἀπέρριψε ὡς «ἀγκυλώσεις τοῦ παρελθόντος» βασικότατα ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικὰ δόγματα.
Παραλείποντας λοιπὰ σημαντικά σημεῖα, σημειώνουμε τὴν βαρύτατη δογματικὴ πτώση ποὺ συνίσταται (α) στὴν ἄρνηση τοῦ ὁρατοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ (β) στὴνἐπίσημη ἄρνηση τῆς ἑνότητος Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, θέση ποὺ ἀντίκειται εὐθέως στὸ ἐκκλησιολογικὸ κεφάλαιο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως (Νικαίας-ΚΠόλεως), ὅπου ἡ ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς «Μιᾶς» συνιστᾷ ἀκριβῶς αὐτό, ὅτι ἡ Ἐκκλησία διακρίνεται γιὰ ἑνότητα Πίστεως ἁπανταχοῦ τῆς γῆς.
(α) Διακηρύττει τὸ κείμενο τοῦ Porto Alegre· «Ἐπιβεβαιώνουμε ἐκ νέου ὅτι “ὁ πρωταρχικὸς σκοπὸς τῆς κοινωνίας [“fellowship”] τῶν ἐκκλησιῶν στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἡ μεταξύ τους κλήση γιὰ ὁρατὴ ἑνότητα σὲ μία πίστη καὶ σὲ μιὰ εὐχαριστιακὴ κοινωνία, ἐκφραζόμενη στὴ λατρεία καὶ τὴν κοινὴ ζωὴ ἐν Χριστῷ [...]”» (παράγρ. §1) καὶ ὅτι «Οἱ Ἐκκλησίες στὴν κοινωνία τοῦ Π.Σ.Ε. παραμένουν δεσμευμένες πρὸς ἄλληλες στὸ δρόμο γιὰ πλήρη ὁρατὴ ἑνότητα» (παράγρ. §2), ἐνῷ παραλλήλως διακηρύσσεται ἡ φοβερὴ ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση ὅτι τὸ σύνολο τῶν μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε. ἀπαρτίζουν τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ὄχι μόνο κάποια «ἐκκλησία» - μέλος καθ΄ ἑαυτὴν: «Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολικὴ Ἐκλησία καὶ ὄχι ἁπλῶς ἕνα μέρος της. Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τὴν καθολικότητά της, ὅταν εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες» (παράγρ. §6)· «Χωρισμένοι ἀπ’ ἀλλήλων εἴμαστε πτωχευμένοι» (παράγρ. §7)[69].
Ἀπὸ τὸν συνδυασμὸ τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων, δηλ. (1) τῆς ἀναγκαίας «ἀλληλο-συμπληρώσεως» τῶν δογματικῶς διαφοροποιημένων ὁμολογιῶν-ἐκκλησιῶν τοῦ Π.Σ.Ε., μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ συνονθύλευμα τῶν «ἐκκλησιῶν» αὐτῶν καθίσταται «καθολικὴ ἐκκλησία» (βλ. ἀνωτέρω) καὶ (2), τῆς διαπιστώσεως ὅτι τὸ συνονθύλευμα αὐτὸ εὑρίσκεται στὸ δρόμο πρὸς τὴν «πλήρη ὁρατὴ ἑνότητα» (“full visible unity”) καὶ ὄχι στὴν κατοχή αὐτῆς,προκύπτει ὅτι ἔχει γίνει ἀποδεκτὴ ἡ - καταδικασμένη ἀπὸ τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξη συνοδικότητα – προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογικὴ θέση περὶ «ἀοράτου ἐκκλησίας» - ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία δῆθεν δὲν ταυτίζεται μὲ - οὔτε περιορίζεται ἀπὸ - τὰ ὁρατὰ ἱεροκανονικὰ ὅρια (δηλ. Ἐπισκοπές, ἐνορίες, δικαιοδοσίες, σύνολον βεβαπτισμένων μελῶν) οἱασδήποτε συγκεκριμένης ὁμολογίας - ἐκκλησίας, βεβαίως οὔτε τῆς Ὀρθοδόξου.
Στὴν πραγματικότητα τὸ προτεσταντικὸ δόγμα τῆς «ἀοράτου ἐκκλησίας» ὄχι μόνο καταδικάσθηκε πολὺ ἐνωρὶς ὀρθοδόξως, ἀλλὰ σχολιάζεται καὶ στὰ ἀντι–αιρετικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡς μία τῶν χαρακτηριστικῶν παρεκκλίσεων τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Διακηρύσσει κατὰ τῶν προτεσταντικῶν πλανῶν ἡ ἐν ΚΠόλει Σύνοδος τοῦ 1672: «Ἔσεται δὲ[ἡ Ἐκκλησία] καὶ ἀεὶ ὁρατή, διὰ τὸ μηδέποτε τοὺς ὀρθοδόξους ἐκλείπειν, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος [...] Δῆλον ἄρα ὅτι μέχρι τερμάτων αἰῶνος ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τὸ ὁρατὸν ἔχειν οὐ διαλείψει τοῖς μέρεσιν»[70]. Γράφει σχετικῶς καὶ ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Κορίνθου Παντελεήμων: «Οἱ Προτεστάντες γενικά διατύπωσαν τήν παράδοξη ἰδέα περί “Ἀοράτου Ἐκκλησίας” πού δῆθεν ἀποτελεῖται ἀπό, ἄγνωστα ἐξωτερικά, μέλη πού ἀνήκουν σέ ὅλες τίς ὁρατές Ἐκκλησίες. Ὅμως ἡ Ἀόρατη Ἐκκλησία εἶναι κάτι παράδοξο καί ξένο, γιατί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στή γῆ δέν εἶναι ἀόρατη. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατή καί ἀποτελεῖται καί ἀπό ἀγαθούς καί ἀπό φαύλους, οἱ ὁποῖοι εἶναι μέλη της καί θά κριθοῦν κατά τή Μέλλουσα Κρίση»[71]. Τὴν ἴδια αὐτὴ προτεσταντικὴ θεωρία ἐπικρίνοντας ὡς προτεσταντικὴ αἵρεση καὶ ὁ μακαριστὸς π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος σημειώνει τὰ ἑξῆς· «Ἐξάλλου ἡ Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἦταν Ἐκκλησία πού εἶχε καί τήν ὁρατή της πλευρά, δέν ἦταν ἀόρατη! Ἡ ἁγία Γραφή προϋποθέτει τήν ὕπαρξη Ἐκκλησίας ὁρατῆς καί συγκεκριμένης»[72].
Καὶ ὅμως ἡ ὑπευθυνότητα τῶν οἰκουμενιστῶν ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας ὁδήγησε στὸ νὰ ὑπογράφουν διαλεγόμενοι οἱ ἡμέτεροι τὶς προτεσταντικὲς αὐτὲς αἱρέσεις, “et scripta manent”.
(β) Τὰ πράγματα εἶναι ἀκόμη χειρότερα μὲ τὴν ἐπίσης – κατὰ τεκμήριον -ἐκκλησιολογικὴ πλάνη τῆς (κατὰ τὸ κείμενο τοῦ Π. Ἀλέγκρε) «δογματικῆς πολυμορφίας» ἐντὸς τῆς «ἀοράτου ἐκκλησίας».
Γράφεται στὸ κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (παράγρ. §5)· «Ἐπιβεβαιώνουμε ὅτι ἡ ἀποστολικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία, ὅπως εἶναι ἕνα τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νομίμως νὰ ὑπάρχουν διαφορετικὲς διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς καινὴ ζωὴ ἐν Χριστῷ εἶναι μία. Ἀλλὰ οἰκοδομεῖται μέσῳ διαφορετικῶν χαρισμάτων καὶ διακονιῶν. Ἡ ἐλπίδα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία. Ὅμως ἐκφράζεται σὲ διαφορετικὲς ἀνθρώπινες προσδοκίες. Ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν διαφορετικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀφετηρίες καὶ μιὰ γκάμα ἀπόψεων τῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἐκκλησιῶν [...] Ἄλλες διαφορὲς διχάζουν τὴν Ἐκκλησία· αὐτὲς πρέπει νὰ ξεπερασθοῦν μέσῳ τῶν τοῦ Πνεύματος δωρεῶν τῆς πίστεως, ἐλπίδος καὶ ἀγάπης, ὥστε ὁ διχασμὸς καὶ ὁ ἀποκλεισμὸς νὰ μὴ ἔχουν τὸν τελευταῖο λόγο. Ἡ τοῦ Θεοῦ “οἰκονομία τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν [ἐστὶν] ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν αὐτῷ”(Ἐφεσ. 1, 10) συμφιλιώνοντας τὶς ἀνθρώπινες διαιρέσεις»[73].
Ἐδῶ τί εἴπωμεν καὶ τί λαλήσωμεν; Πτωμάτων βάθος μέγα! Τὰ δόγματα ἀπερρίφθησαν ὡς ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις, καὶ παρὰ πᾶσαν ἔννοιαν λογικῆς ὑποβαθμίσθηκαν οἱ δογματικὲς-ἐκκλησιολογικὲς κ.ἄ. διαφοροποιήσεις σὲ ... «διαφορετικὲς διατυπώσεις» τῆς ἰδίας ἀληθείας (!) ποὺ δὲν χρειάζονται δογματικὴ ἀνάλυση καὶ ἐπίλυση, ἀλλὰ ... ὑπέρβαση διὰ τῆς ἀγάπης.
Εἶναι καταφανὲς πόσο ἀποκλίνει τῆς ἀπ’ αἰῶνος Ὀρθοδοξίας (ὄχι βέβαια τῆς νεο-ορθοδοξίας τῶν Οἰκουμενιστῶν) ἡ θέση αὐτὴ τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. Παρὰ ταῦτα, πρὸς ἀπόδειξη τῆς αἰωνίου Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπειδὴ ἡ πλάνη τῆς «δογματικῆς πολυφωνίας» ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας πληθύνεται, τονίζουμε, ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Πίστεως δὲν εἶναι ζητούμενο (βλ. καὶ ὑποσημ. 36), ἀλλὰ κεκτημένον τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁμολογεῖται στὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως.
Ἡ ὁμολογία - στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως – εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν μαρτυρεῖ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴνδεδομένην (καὶ ὄχι ζητουμένην) ἑνότητα τῆς Πίστεως. Κατὰ τοὺς δογματολόγους, ὅπως τὸν Καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη «Ἀπὸ τὴν διατύπωση αὐτὴ τοῦ Συμβόλου προκύπτει ὅτι ἡ ἑνότητα, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητα τοῦ ἑνός, στὴν προκειμένη περίπτωση ὡς ἡ ἰδιότητα τῆς ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας, εἶναι τὸ ἀσφαλὲς δεδομένο τῆς πίστεώς μας. Στὴ συνείδηση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότητά της εἶναι δεδομένο ὀντολογικό, ἀπολύτως καὶ ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστό, διὰ τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός του σ’ αὐτήν, ἤδη ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς δογματικὴ ἀλήθεια ἐκφράζει τόσο τὴν αὐτοσυνειδησία της ὅσο καὶ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία της. Ἄν ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τότε μὲ τὴν συνεπῆ ἐκκλησιολογικὴ ἔννοια καὶ κατὰ κυριολεξία δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρχουν ἑτερόδοξες ἐκκλησίες, ἀλλὰ οὔτε μητέρες, ἀδελφές, θυγατέρες καὶ ἐγγονὲς ἐκκλησίες. Ἡ ΜΙΑ καὶ μόνη –ἀδιαίρετη πάντοτε– Ἐκκλησία γεννᾶ μυστηριακῶς “δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος” τὰ μέλη της, δὲν γεννᾶ ἄλλες ἐκκλησίες. Οἱ κατὰ τόπους (Ὀρθόδοξες) Ἐκκλησίες ἀποτελοῦν φανέρωση ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ τῆς ΜΙΑΣ καὶ μόνης Ἐκκλησίας (βλ. ἐνδεικτικῶς, Α΄ Κορ. 1,2). Οὔτε βέβαια μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι ταυτόχρονα ΜΙΑ καὶ διηρημένη. Γιατὶ ἡ διαίρεση σημαίνει κατάτμηση ἑνὸς ὅλου σὲ δύο ἢ περισσότερα μέρη (βλ. Λεξικό, Γ. Μπαμπινιώτη). Κατὰ συνέπεια, ἡ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς διηρημένης, σήμερα, ἀντίκειται σαφῶς στὴ ρητὴ διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πράγμα ποὺ συνεπάγεται, κατὰ τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθαίρεση καὶ ἀφορισμό, κατὰ περίπτωση, σ’ ὅποιον ἐμμένει στὴ θεώρηση αὐτή»[74].
Καὶ ὁ Μητροπολίτης Κυθήρων κ. Σεραφεὶμ τονίζει μὲ ὁμολογιακὴ παρρησία καὶ φρόνημα: «Ὅσοι ἀποδέχονται τὴν θεωρίαν περὶ “διηρημένης Ἐκκλησίας” δὲν ἐννοοῦν, οὔτε ἀποδέχονται οὐσιαστικῶς τὸ σχετικὸν θεόπνευστον ἄρθρον, ἀλλ' ἀντιφάσκουν λέγοντες τὸ Ἱερὸν Σύμβολον τῆς Πίστεώς μας. Διότι τοῦτο εἰς τὸν ἐνεστῶτα χρόνον διαδηλοῖ τὴν πίστιν εἰς “Μίαν, Ἁγίαν... Ἐκκλησίαν”. Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ παρόντος καὶ ὄχι τοῦ παρελθόντος ἤ τοῦ μέλλοντος. Ὅσοι πιστεύουν εἰς τὴν θεωρίαν ταύτην δὲν δύνανται νὰ λέγουν καὶ νὰ τὸ ἐννοοῦν εἰς τὴν εὐχὴν μετὰ τὸν Καθαγιασμὸν τῶν Τιμίων Δώρων. “Ἔτι προσφέρομέν Σοι τὴν λογικὴν ταύτην λατρείανὑπὲρ τῆς Οἰκουμένης, ὑπὲρ τῆς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας...”, διότι, οὖσαδιηρημένη, δὲν δύναται νὰ ὑφίσταται ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀφοῦ οὕτω πως ἔχομεν ἀντίφασιν ἐν τοῖς ὅροις»[75].
Πολὺ νωρίτερα ὁ Ἅγιος Ταράσιος εἶχε διακηρύξει: «Δὲν γνωρίζει ὁ τῆς Ἐκκλησίας νόμος καὶ ὅρος, ἔριδα ἢ φιλονεικία, ἀλλ’ ὅπως ἀκριβῶς γνωρίζει νὰ ὁμολογεῖ εὐσεβῶς ἕνα βάπτισμα καὶ μία πίστη, ἔτσι καὶ μία συμφωνία γιὰ κάθε ἐκκλησιαστικὴ ὑπόθεση. Διότι τίποτε δὲν εἶναι τόσο καλῶς ἀποδεκτὸ καὶ εὐχάριστο στὸν Θεό, ὅσο τὸ νὰ ἑνωθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε μία καθολικὴ ἐκκλησία»[76].
Διάσπαρτες στοὺς ἁγίους Πατέρες εἶναι οἱ διαπιστώσεις περὶ δεδομένης (ὄχι ζητουμένης) ἑνότητος καὶ ὁμοφωνίας τῆς Πίστεως ἐντὸς τῆς Μιᾶς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας· «εἰς ἑνότητα πίστεως μιᾶς», «τῶν εἰς κόσμον Ἐκκλησιῶν οὐ διεσπαρμένων εἰς διχόνοιαν ἢ εἰς ἀσύμφωνον δόξαν, ἀλλ’ ἡνωμένων ἐν πνεύματι καὶ οἰονεί πως συνεσφιγμένων εἰς ἓν καθ΄ ἑνότητα τὴν ἐν Χριστῷ διὰ πίστεως», «ὡς ἂν τὸ ἑνιαῖον δόγμα τῆς πίστεως ἐν πολυσχεδέσι γλώσσαις καταγγελθείη, συνάγον εἰς ἓν τὰ διεστῶτα, καταλυθείσης τῆς πολυσχιδοῦς πλάνης», «ἐν τῇ μεγάλῃ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ, ἔνθα ὁμοφρόνως καὶ ὁμογνωμόνως ὁ ὅρος καὶ ὁ ἦχος τῶν ἑορταζόντων»[77], τὶς ὁποῖες δυστυχῶς δὲν μποροῦμε νὰ παρουσιάσουμε τώρα ἐν ἐκτάσει. Ἀρκεῖ καὶ μόνη ἡ διαπίστωση τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅτι ἡ ἑνότητα στὴν Πίστη εἶναι βεβαιωμένη, δεδομένη στὴν Ἐκκλησία[78].
Ἐνῷ ὅμως τὸ κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε ἀσεβεῖ, «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», κατὰ τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως, κατὰ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη ἡ ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας στοὺς διαλόγουςτελεσιουργεῖται ... «ἄνευ οἱασδήποτε ἐκπτώσεως ἢ παραχαράξεως τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως»! Καὶ δὲν εἶναι ἡ μοναδικὴ περίπτωση τὸ Πόρτο Ἀλέγκρε.
1. Ἡ λατινογενὴς «μετα-συνοδικὴ» ἐκκλησιολογία τοῦ Μητροπολίτου Προύσης
Σημαῖνον κείμενο γιὰ τὴν συνειδητοποίηση τῆς διεισδύσεως τῶν ἑτεροδόξων παραμέτρων στὴ σκέψη τῶν συγχρόνων Οἰκουμενιστῶν, εἶναι καὶ μία ἐκκλησιολογικὴ θέση ποὺ διατύπωσε στὴν Ἀμερικὴ (Μάρτιο 2009) ὁ νῦν Μητροπολίτης Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρος, σχετικῶς μὲ τὴν ἀνώτατη αὐθεντία στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πρώην Ἀρχιγραμματεὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τώρα δὲ Ἀναπληρωτὴς Καθηγητὴς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης καὶ Σχολάρχης τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης,.
Καθὼς ἀνεμένετο, ἀντιθέτως δὲ πρὸς τοὺς Λαυρεῶτες Μοναχοὺς ποὺ εἰσέπραξαν τὶς πατριαρχικὲς ἐπιτιμήσεις λόγῳ ὀρθοδόξου φρονήματος, ὁ Σεβασμιώτατος Προύσης δημοσίευσε τὴ θέση του αὐτὴ σὲ ἐπίσημο περιοδικὸ τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀντιδράσεως εἴτε ἐκ τοῦ Πατριαρχείου, εἴτε ἐκ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εἴτε ἐκ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. Στὸ κείμενό του αὐτὸ διαλάμπει ἕνα «μετα-συνοδικὸ»ἀντισυνοδικὸ πνεῦμα, μὲ ἐπισκοπο-κεντρισμό ὄχι ὑγιῆ, ἀλλὰ καθαρῶς λατινικὸ.
Δὲν εἶναι τοῦ παρόντος ἡ ἐκτενὴς ἐνασχόληση μὲ τὴ θέση αὐτή, θέση «ἐπισκοπο-μονιστικῆς» ἐκκλησιολογίας, ποὺ ἔφθασε ὡς τὰ παπικά της ἄκρα τὴν μονομέρεια τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου· ἁπλῶς θὰ παραθέσουμε, μετὰ ἀπό αὐτήν, ἀντίθετης, ὑγιοῦς, τάσεως θέση τοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων-Παλαιοκαθολικῶν, καὶ ἀνάλογη, ὑγιοῦς συνοδικότητος θέση ἀπὸ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Τὰ συμπεράσματα περὶ τῆς ἐλαστικότητος, τρεπτότητος, «ἐξελικτικότητος» καὶ «λατινικότητος» τῶν δογμάτων στὴ σκέψη τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὅπως τοῦ Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου, εἶναι προφανῆ. Γράφει ὁ Μητροπολίτης Προύσης:
«Ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου τινός στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑνός πρωτείου τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἐνσαρκώσει παρά κάποιος Πρῶτος – τοὐτέστι κάποιος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τό προνόμιο νά εἶναι ὁ πρῶτος μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του Ἐπισκόπων – συνιστᾷ αἵρεση. Εἶναι ἀπαράδεκτο αὐτό πού συνήθως λέγεται ὅτι ἡ ἑνότητα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων διασφαλίζεται εἴτε ὑπό μιᾶς κοινῆς πίστεως καί λατρείας εἴτε ὑπό τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καί οἱ δύο αὐτοί παράγοντες εἶναι ἀπρόσωποι, ἐνῷ στήν ὀρθόδοξη θεολογία μας ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητάς μας εἶναι πάντοτε ἕνα πρόσωπο. Πράγματι, ὅπως στό ἐπίπεδο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητας δέν εἶναι ἡ θεία οὐσία, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ Πατρός (ἡ «μοναρχία» τοῦ Πατρός), ἔτσι καί στό ἐκκλησιολογικό ἐπίπεδο, στήν τοπική ἐκκλησία, τό σημεῖο τῆς ἑνότητας δέν εἶναι τό πρεσβυτέριο ἤ ἡ κοινή λατρεία τῶν χριστιανῶν, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου. Ἑπομένως, ἐπί πανορθοδόξου ἐπιπέδου ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητας δέν μπορεῖ νά στηρίζεται ἐπί μιᾶς ἰδέας ἤ ἑνός θεσμοῦ, ἀλλά πρέπει νά εἶναι κάποιο πρόσωπο, ἄν βέβαια θέλουμε νά παραμείνουμε συνεπεῖς στή θεολογία μας»[79].
Ἰδοὺ καὶ ὁ ὀρθὴ ἐκκλησιολογικὴ τοποθέτηση τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως συνυπεγράφη πρὸ τριάντα ἐτῶν ἀπὸ Ὀρθοδόξους καὶ Παλαιοκαθολικοὺς σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς λίγους διαλόγους, ποὺ παρ’ ὀλίγον θὰ ὁδηγοῦσε σέ δογματικὴ-θεολογικὴ ἐπιστροφὴ ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθοδοξία, καὶ γι᾽ αὐτὸ οὐσιαστικὰ ἀγνοήθηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη οἰκουμενιστικὴ ἡγεσία. Εἶναι κείμενα τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παλαιοκαθολικῶν:
«Ἀνώτατο ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀλάθητη διακήρυξη τῆς πίστεώς της εἶναι μόνο ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος (...) Αὐτή ἀποφαινόμενη ὑπό τήν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει τό ἀλάθητον αὐτῆς ὡς ἐκ τῆς συμφωνίας αὐτῆς μεθ’ ὁλοκλήρου τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἄνευ τῆς συμφωνίας ταύτης οὐδεμία σύναξις εἶναι Οἰκουμενική Σύνοδος»[80]. Καὶ σὲ ἄλλο παρόμοιο κείμενο τοῦ ἰδίου διαλόγου: «Ἐπιμέρους φορεῖς καί ὄργανα αὐθεντίας στήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος καί οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας καί κατ’ ἐξοχήν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι»[81].
Περισσότερο ἀκόμη, τὸ ἕωλον τῶν ἀπόψεων τοῦ κ. Ἐλπιδοφόρου (ἐπειδὴ δὲν θέλουμε νὰ γίνουμε καὶ φορτικοὶ μὲ τὴν παράθεση καὶ ἄλλων κειμένων) φαίνεται ἀπὸ ἔνα ἰσχυρότατο κείμενο τοῦ Ἁγίου Ταρασίου, Πατριάρχου ΚΠόλεως, ὅπου ἡ ἑνότης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος δὲν ἐντοπίζεται στὴν καταφυγὴ σὲ κάποιον «πρῶτο», ἀλλὰ σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο «ἐν φόβῳ τοῦ Θεοῦ», κατὰ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου· «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»[82]. Λέγει ὁ Ἅγιος Ταράσιος : «Καὶ αἰτοῦμαι, ἀδελφοί, νομίζω δὲ καὶ σεῖς - ἐπειδὴ γνωρίζω ὅτι ἔχετε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ - ἀπὸ τοὺς εὐσεβεστάτους καὶ ὀρθοδόξους Βασιλεῖς μας νὰ συναθροισθῆ Σύνοδος Οἱκουμενική, γιὰ νὰ γίνουμε ἕνα ἐμεῖς, οἱ τοῦ ἑνὸς Θεοῦ· καὶ οἱ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἑνωμένοι καὶ ὁμόψυχοι καὶ ὁμότιμοι· οἱ τῆς κεφαλῆς μας τοῦ Χριστοῦ, ἕνα σῶμα συναρμολογούμενο καὶ συμπορευόμενο· οἱ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὄχι ἐναντίον ἀλλήλων, ἀλλὰ μαζὶ μὲ ἀλλήλους· ἐμεῖς οἱ τῆς ἀληθείας, φρονώντας καὶ λέγοντας τὸ ἴδιο καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἀνάμεσά μας ἔριδα καὶ διχοστασία, ὥστε ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ “πάντα νοῦν ὑπερέχει” νὰ μᾶς φρουρήσει ὅλους»[83].
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφεὶμ ἀναδεικνύει, ἐπίσης, τὴν ὀρθόδοξη θεώρηση ἐπὶ τοῦ θέματος: «Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Θεοΐδρυτος ὀργανισμός, τὸ Θεανθρώπινο σῶμα κεφαλὴν ἔχει μόνον ἕναν, τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτήν, τὸν ἐνσαρκωθέντα Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ Πατρός, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ ὑποστασιάζεται εἰς ἑκάστην τοπικὴν [ὀρθόδοξον] Ἐκκλησίαν μέλος τοῦ ἑνὸς καὶ αὐτοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀνωτάτη ἀρχὴ πάσης κατ’ ἔθνος ἢ αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ὑπὸ τοῦ συνόλου τῶν Ἐπισκόπων αὐτῆς συγκροτουμένη Σύνοδος, τῆς δὲ «καθόλου» τοιαύτης ἡ “Οἰκουμενική”»[84].
Κατὰ τὰ λοιπά, καὶ παρὰ τὴν ἀντι-παραδοσιακὴ αὐτὴ καὶ παπικὴ προσέγγιση τοῦ ἐπισκοπο-κεντρισμοῦ ἀπὸ τὸν Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρο, ἡ ὁποία μαρτυρεῖ λατινίζουσα δυσπιστία στὴν ἑνοποιὸ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὀρθολογικὴ ἐμπιστοσύνη στὴν ἑνοποιὸ δύναμη ἑνὸς ἐπὶ γῆς ἐκκλησιαστικοῦ μονάρχη, οἱ διάλογοι ἐνεργοῦνται «ἄνευ οἱασδήποτε ἐκπτώσεως ἢ παραχαράξεως τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως», ὅπως διακηρύσσει ὁ κ. Βαρθολομαῖος ...
Ε. Ἐπίλογος.
«Παυσώμεθα τοῦ θέλειν εἶναι τῶν διδασκάλων διδάσκαλοι»
Σύνολος ἡ ἀναστροφή καὶ διδασκαλία τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ ὁποία ἐμπίπτει εἴτε σὲ ὅ,τι διαλαμβάνουν οἱ ἱεροὶ Κανόνες περὶ συμπροσευχῶν, συνεστιάσεων, ἀνταλλαγῆς δώρων μὲ ἑτεροδόξους κ.λπ. εἴτε στὴ σφαῖρα τῆς δογματικῆς, καὶ ἰδίως τῆς ἐκκλησιολογίας, προδίδει χαώδη ἀπόσταση ἀπὸ τὸ παράδειγμα καὶ τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀπόσταση κεκυρωμένη μὲ ὑπογραφὲς αἱρετικῶν κειμένων στοὺς διαλόγους.
Κάθε ἔννοια διακρίσεως Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως δείχνει νὰ ἔχει ξεβάψει στὴ συνείδηση ὅσων συμμετέχουν στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ τοὺς διαλόγους· σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος δὲν διστάζει νὰ γράψει ἐπιστολὲς πρὸς τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα τῆς Ρώμης ὡς «ἀδελφὸν» ὁ ὁποῖος εἶναι «πολιὸς καὶ ἀκμαῖος ἐν θεαρέστῳ τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ πρωτοβούλῳ διακονίᾳ καὶ προσφορᾷ» καὶ ἀποτελεῖ «ἀδαπάνητον θησαυρὸν καὶ ὁδοδείκτην» πρὸς μαρτυρίαν «τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ καὶ δὴ καὶ τῆς ζωηφόρου Ἀναστάσεως»[85].
Τὸ φρόνημα ὅμως τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι τοῦτο, τὸ «μετα-πατερικὸ» καὶ «μετα-συνοδικό»· κατὰ τὴν πρόταση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης «παυσώμεθα τοῦ θέλειν εἶναι τῶν διδασκάλων διδάσκαλοι. Μισήσωμεν τὸ λογομαχεῖν ἐπὶ καταστροφῇ τῶν ἀκουόντων. Πιστεύσωμεν ὡς οἱ Πατέρες ἡμῶν παραδεδώκασιν. Οὐκ ἐσμὲν τῶν πατέρων σοφώτεροι· οὐκ ἐσμὲν τῶν διδασκάλων ἀκριβέστεροι»[86]. Τῶν διδασκάλων, τῶν ὁποίων ὑποκριτικῶς τοὺς λόγους οἱ Οἰκουμενισταὶ χρησιμοποιοῦν, τὰ ἱ. Λείψανα καὶ τὶς ἱ. Εἰκόνες ἀσπάζονται καὶ τὶς ἑορτὲς τιμοῦν, «τούτους ὁμολογοῦντες εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνούμενοι», καθὼς διὰ βραχέων παρεδείξαμε[87].
ΣΤ. ΣΥΝΟΨΗ
Τὸ κείμενο αὐτό, ἀφοῦ παρουσίασε τὴν ἐπιχειρηματολογία ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Οἱκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος σὲ ὁμιλία του στὴν Ἱ.Μ. Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μὲ σκοπὸ τὴν ὑποστήριξη τῶν ἀτερμόνων οἰκουμενικῶν διαλόγων καὶ τὴν ἐπίπληξη τῶν ἀντιδρώντων, προέβη σὲ ἐνδεικτικὴ ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας αὐτῆς. Κατεδείχθη, μὲ βάση τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση, ὅτι ἡ ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς δὲν ἐφαρμόζεται ἐπὶ θεμάτων Πίστεως, οὔτε προκρίνεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες ἡ ὁμόνοια, ὅταν αὐτὴ εὐνοεῖ τὴν αἵρεση. Ἡ ἐπίκριση τῶν ἐκκλησιαστικῶν Προεστώτων ἐπιτρέπεται κατ’ ἐξαίρεση, ὅταν αὐτοὶ ἀφίστανται τῶν ἀρχῶν ἐκείνων, χάρη στὶς ὁποῖες καὶ εἶναι Ποιμένες. Ἀποδεικνύεται ὅτι οὔτε τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου συνδιαλεγομένου μὲ τὴν Σαμαρείτιδα, οὔτε τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος δικαιολογοῦν καὶ στηρίζουν τὸ σημερινὸ τρόπο διενεργείας τῶν διαλόγων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἐκτὸς ἐὰν παρερμηνευθοῦν. Ἐξηγοῦνται ὀρθῶς οἱ φράσεις ποὺ παρερμηνευόμενες ἔχουν ἐπικρατήσει ὡς«συνθήματα» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δηλ. τὸ «ἵνα πάντες ἓν ὦσι» καὶ τὸ «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», καὶ δεικνύεται ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Πίστεως δὲν εἶναι κοινὴ ἀναζήτηση Ὀρθοδοξίας καὶ ἑτεροδοξίας, ἀληθείας καὶ πλάνης, ἀλλὰ ἀπ’ ἀρχῆς κτῆμα τῆς Ἐκκλησίας. Περαιτέρω διευκρινίζεται ὅτι δὲν ἀρκεῖ νὰ γίνει παραδεκτὴ ἕνωση μὲ τοὺς ἑτεροδόξους μετὰ ἀπὸ ἐπίτευξη κοινῆς πίστεως, ἀλλὰ ἐπὶ τῆς ὀρθοδόξου, μόνης ἀληθοῦς, Πίστεως, ὡς κοινῆς βάσεως ἑνώσεως. Ἑρμηνεύεται ἡ σημασία τῆς καλῆς συμπεριφορᾶς πρὸς τοὺς αἱρετικούς - τὴν ὁποίαν ἀστόχως ἐπικαλέσθηκε ὁ Πατριάρχης - ὄχι ὡς ἀθωώσεως τῆς αἱρέσεως, ἀλλ’ ὡς ἐπισημάνσεως τῆς αἱρέσεως σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν αὐτονόητη καλὴ ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ πρὸς τοὺς αἱρετικούς. Μετὰ ταῦτα ἐπισημαίνεται ὅτι – βάσει σχετικῶν δεσμεύσεων στοὺς οἰκουμενικοὺς διαλόγους καὶ ἀντιθέτως πρὸς τοὺς ἰσχυρισμοὺς τοῦ κ. Βαρθολομαίου- οἱ διάλογοι δὲν ὁδήγησαν, οὔτε μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν κάποιον ἑτερόδοξο στὴν ὀρθόδοξη ἀλήθεια, προσέτι δὲ διαγράφεται ἡ φοβερὴ αἰώνια εὐθύνη γιὰ ὅσους συντελοῦν στὴ συσκότιση τῶν ἑτεροδόξων καὶ τῶν Ὀρθοδόξων, σχετικῶς μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς τῆς Μιᾶς Ἁγίας. Τέλος, παρουσιάζονται ἐνδεικτικῶς μερικὲς μόνον ἀπὸ τὶς ἐκκλησιολογικὲς αἱρέσεις ποὺ ἔχουν ἐπισήμως διατυπωθῆ ἢ ὑπογραφῆ διμερῶς στὸ πλαίσιο τῆς οἰκουμενιστικῆς δραστηριότητος, ὥστε νἀ ἀποδειχθεῖ πόσο ζημιογόνοι εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία οἱ «οἰκουμενικοὶ διάλογοι», ποὺ δὲν εἶναι ἀπλῶς διάλογοι· ὡς δεῖγμα λαμβάνεται τὸ κοινῶς συμφωνηθὲν κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε καὶ μία λατινίζουσα ἐκκλησιολογικὴ θέση τοῦ Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου.
Γιὰ τὴν Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν
14ῃ Νοεμβρίου 2011
Μνήμη Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου
Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἀμαρούσιον Ἀττικῆς
Ἀρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου
Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγ. Τριάδος, Ἄνω Γατζέας Βόλου
Γέρων Εὐστράτιος Ἱερομόναχος
Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγ. Ὄρους
Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
[1]. Ἐπιστολὴ ΜΗ΄, Ἀθανασίῳ τέκνῳ, PG 99, 1080D.
[2]. Περὶ αἱρέσεων 88, PG 94,757A· «Γνωσιμάχοι, οἱ πάσῃ γνώσει τοῦ χριστιανισμοῦἀντιπίπτοντες ἐν τῷ λέγειν αὐτούς, ὅτι περισσόν τι ποιοῦσιν οἱ γνώσεις τινὰς ἐκζητοῦντες ἐν ταῖςθείαις γραφαῖς· οὐδὲν γὰρ ἄλλο ζητεῖ ὁ Θεὸς παρὰ χριστιανοῦ εἰ μὴ πράξεις καλάς. Ἀγαθὸν οὖν ἐστι μᾶλλον ἁπλουστέρως τινὰ πορεύεσθαι καὶ μηδὲν δόγμα γνωστικῆς πραγματείας πολυπραγμονεῖν».
[3]. Ὡς πλέον χαρακτηριστικὸ λόγιο ἀναφέρουμε τὸ τοῦ Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: «Καὶ ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς δὲ ἱεραρχίᾳ, τοῦ ἱερέως καὶ ἱεράρχου ἀτακτούντων καὶ κακῶς φρονούντων, καὶ διάκονος καὶ μοναχὸς εὐτακτοῦντες καὶ ὀρθῶς φρονοῦντες δύνανται νουθετῆσαι καὶ εὐτακτῆσαι αὐτούς, καθὼς τὰ παραδείγματά εἰσι πάμπολλα»· ἐν Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τόμ. Β΄ (Νοέμβριος-Δεκέμβριος), ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 67 (ὑποσημ. 40).
[4]. Τυπικὸν ἤτοι κανονικὸν τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθω15, 18, ἐν Μοναχοῦ Νικοδημου Μπιλαλη, Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, τόμ. Β΄ (Τὰ εὑρισκόμενα κείμενα), ἐκδ. Παρουσία, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 136: «Οὐ προτιμήσεις τοῦ συμφέροντος τῆςἀδελφότητος πρόσωπον παντὸς ἀνθρώπου ὑπερέχοντος καὶ ἐξουσιάζοντος κατὰ τὸν παρόντααἰῶνα· οὐδὲ ὑποσταλεῖς μέχρις αἵματος ἐπὶ φυλακῇ τῶν θείων νόμων καὶ ἐντολῶν προθεῖναι τὴνψυχήν σου».
[5]. Κλῖμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄- β΄, Περί διακρίσεως 11, ἐκδ. Ἱ.Μ. τοῦ Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, 1994[6], σελ. 309ἑ. Βλ. καὶ PG 88, 1060D.
[6]. Πρβλ. Α΄ Κορ. 1,13 καὶ Ματθ. 12, 25
[7]. Αγιου Νικητα Στηθατου, Βίος τοῦ Συμεών 66, ὑπὸ Π. Χρήστου ἐν Ε.Π.Ε. Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν 19Α, Πατερικαί Ἐκδόσεις Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη, σελ. 146·«ἐν ὅσοις γὰρ οὐκ ἔστι παράβασις Θεοῦ ἐντολῆς ἢ ἀποστολικῶν κανόνων καὶ διατάξεων, ἐν πᾶσιν ἀνάγκη πᾶσα ὑπακούειν αὐτῷ ὀφείλετε καὶ ὡς τῷ Κυρίῳ πείθεσθαι· ἐν ὅσοις δὲ κινδυνεύει τὸ τοῦ Χριστοῦ εὐαγγέλιον καὶ οἱ νόμοι τῆς ἐκκλησίας αὐτοῦ, οὐ μόνον οὐ δεῖ πείθεσθαι τούτῳ παραινοῦντι ὑμῖν καὶ διατασσομένῳ, ἀλλ’ οὐδὲ ἀγγέλῳ ἄρτι ἀπ’ οὐρανοῦ καὶ ὑμῖν εὐαγγελιζομένῳ, παρ’ ὃ οἱ αὐτόπται τοῦ Λόγου εὐηγγελίσαντο».
[8]. Κλῖμαξ, Λόγος ΚΕ΄, Περί ταπεινοφροσύνης 9, ἐκδ. Ἱ.Μ. τοῦ Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, 1994[6], σελ. 268· «Οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ταύτης συναφείᾳ μίσους ἐμφάνεια, οὐκ ἀντιλογίας εἶδος, οὐκ ἀπειθείας ὀσμή, εἰ μή που περὶ πίστεως ὁ λόγος».
[9]. Πρωτοπρεσβυτεροῦ Θεοδωρου Ζηση, Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, Θεσσαλονίκη 2006.
[10]. Ἀποκρίσεις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τοὺς Ἀγγλικανοὺς Ἀνωμότας (1716/1725), Ἀπόκρισις α΄[τῶν δευτέρων], ἐν Πρωτοπρεσβυτεροῦ Ιω. Ρωμανιδου, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2009[4], σελ. 413ἑ.· «Οὐ γὰρ ἀνεχόμεθα τὰ καλῶς καὶ δικαίως καὶ ὡς ἔδοξε τῷ ἁγίῳ Πνεύματι διορισθέντα καὶ νομοθετηθέντα καὶ κανονισθέντα ὑπὸ πνευματοφόρων καὶ ἁγίων ἀνδρῶν συνοδικῶς καὶ συμψήφως ἢ ἀθετῆσαι ἢ ἀλλοιῶσαι ἢ ἀποβάλλεσθαι, καὶ ἕτερα ἀντινομοθετῆσαι γεννήματα τῆς καρδίας ἡμῶν, καὶ οὐ κατ’ ἐπίπνοιαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ ταῦτα μὴ ταῖς θείαις Γραφαῖς ἀντικείμενα ὄντα, μᾶλλον δὲ καὶ συνάδοντα. Τοὺς γὰρ τῶν προγεγενημένων ἱερῶν καὶ ἁγίων ἑπτὰ Συνόδων καὶ τῶν τοπικῶν, τῶν ἐν τῇ Ἀνατολῇ δηλονότι συγκεκροτημένων (ἀπὸ τῶν χρόνων τῶν Ἀποστόλων μέχρι τοῦ χρόνου καθ΄ ὃν ἐβασίλευσεν ἐν Κων/λει Βασίλειος ὁ Πορφυρογέννητος), θεσμοὺς καὶ κανόνας, ὡς αὐτὰ τὰ ἅγια εὐαγγέλια δεχόμεθα [...] Εἰ δὲ τίς ποτε συγκατάβασις καὶ οἰκονομία ἐγένετο, ἴσως ἐν ὅσοις τρόπῳ συμβουλῆς περὶ ἤθη καὶ τάξεις καὶ συνηθείας μακρὰς ᾠκονομήθη, ἀλλ’ οὐκ ἐν ὅσοις περὶ πίστεως καὶ δογμάτων ὁ λόγος».
[11]. Ἀρχιμ. Βαρθ. Αρχοντωνη, Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 6, ἐκδ. Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 27.31·70. «Οἱ φρονοῦντες ὅτι οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας κατά τε τὴν οὐσίαν καὶ τὴν μορφὴν αὐτῶν εἶναι ἀμετάβλητοι καὶ ἀναλλοίωτοι εἰς τοὺς αἰῶνας, ἄγονται συνήθως εἰς τὴν τοιαύτην ἀντίληψιν ὁρμώμενοι ἐκ λελανθασμένης βάσεως [...] Ἐκ τῶν κανόνων παραμένει ἀναλλοίωτος ἡ ἰδέα, ὁ πυρήν, τὸ πνεῦμα· αἱ ἐξωτερικαὶ ἱστορικαὶ μορφαὶ αὐτῶν ὑπόκεινται εἰς μεταβολὴν καὶ διαρρύθμισιν συμφώνως πρὸς τὰς νεωτέρας ἀνάγκας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς». «Δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τοούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ᾽ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ᾽ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ᾽ αὐτῶν διά τήν τελικήν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νά “ἀρδεύσει” πολλάς κανονικάς διατάξεις πρός “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπί τό φιλανθρωπότερον καί ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται καί δέν πρέπει νά ζῇ ἐκτός τόπου καί χρόνου». Ἀντίθετες ἀπόψεις, βασιζόμενες στὴ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, καὶ κατ’ ἐξοχὴν στὶς ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συννόδων (τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ καὶ τῆς Ζ΄), βλ. ἐν Παν. Ι. Μπουμη,Κανονικὸν Δίκαιον, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2002[3]. Βλ. ἐπίσης τὴν ἐξαίρετη μελέτη τοῦ π. Αναστασιου Γκοτσοπουλου, Ἡ Συμπροσευχὴ μὲ τοὺς Αἱρετικούς. Προσεγγίζοντας τὴν κανονικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2009, ὅπου κυριολεκτικῶς κατεδαφίζονται τὰ ὑπὲρ τῶν συμπροσευχῶν ἐπιχειρήματα τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ οἱ ὑπὲρ τοῦ μεταβλητοῦ τῶν Ἱερῶν Κανόνων θέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ ἄλλων μεγαλοσχήμων Οἰκουμενιστῶν, ζώντων καὶ τεθνεώτων.
[12]. Ρωμ. 2, 23
[13]. Β΄Θεσσαλονικεῖς 3, 6
[14]. Γαλ. 5, 10
[15]. Αγιου Θεοδωρου του Στουδιτου, Ἐπιστολὴ (28) Βασιλείῳ Μονάζοντι,PG 99, 997 C.D καὶ 1001C.D· «Οὐκ ἐσμὲν ἀποσχισταί, ὦ θαυμάσιε, τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας [...] Τὸ δὲ ταράττειν καὶ ἀποσχίζειν ἀπ’ αὐτῆς, τῆς μηδεμίαν ἐχούσης ἀληθῶς κηλῖδα ἢ ῥυτίδα κατά τε τὸν τῆς πίστεως λόγον, καὶ τὸν τῶν κανόνων ὅρον, ἀπ’ ἀρχῆς αἰῶνος μέχρι καὶ τοῦ δεῦρο, ἐκείνων ἐστίν, ὧν ἡ πίστις τὸ ἐνδιάστροφον ἔχει, καὶ ὁ βίος τὸ ἀκανόνιστον καὶ ἄθεσμον [...] Διὸ ἴσθι μὴ εἶναι σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας· ἀλλ΄ ἀληθείας ἐπικράτησιν καὶ τῶν θείων νόμων ἐκδίκησιν· ἕτερον δέ, ὡς ἔφθη εἰποῦσα ἡ τιμιότης σου, τῆς ἀληθείας ῥῆξις καὶ τῶν κανόνων ἡ παράλυσις».
[16]. Τυπικὸν ἤτοι κανονικὸν τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθω13, ἐν Μοναχοῦ Νικοδημου Μπιλαλη, Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, τόμ. Β΄(Τὰ εὑρισκόμενα κείμενα), ἐκδ. Παρουσία, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 122ἑ.126
[17]. Γαλ. 1, 8
[18]. Αγιου Ιωαννου του Χρυσοστομου, Ὁμιλία εἰς τήν πρός Ἑβραίους 34, 1, PG 63, 231.232·«Πῶς οὖν ὁ Παῦλός φησι· Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε; Ἀνωτέρω εἰπών, Ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν, τότε εἶπε, Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; Εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἐὰν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου [...] Πίστεως δὲ ἕνεκεν, οὔτε δῆλόν ἐστιν ἅπασιν, ὅ τε πονηρὸς οὐ παραιτήσεται διδάσκειν· ἐπεὶ καὶ τό, Μὴ κρίνετε ἵνα μὴ κριθῆτε, περὶ βίου ἐστίν, οὐ περὶ πίστεως».
[19]. Πρὸς ἄρση παρεξηγήσεων, σημειωτέον ὅτι καὶ οἱ ἠθικὲς παρεκτροπές, ὅταν γίνονται ἔθος δικαιολογούμενο καὶ διατυμπανιζόμενο, καθίστανται ἐπίσης αἵρεση καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀπολαύουν σιωπῆς καὶ ἀκατακρισίας, ἀλλὰ καταδίκης. Τονίζεται πάντως ὑπὸ τῶν Πατέρων ὅτι ἀπαιτεῖται ἡ προσοχὴ στὴν ἐκφορὰ κρίσεων περὶ τὰ δογματικά, λόγῳ ἐνδεχομένης δογματικῆς ἀγνοίας τῶν ἁπλουστέρων.
[20]. Αγιου Αναστασιου του Σιναϊτου, Λόγος περὶ τῆς ἁγίας Συνάξεως καὶ περὶ τοῦ μὴ κρίνειν καὶ μνησικακεῖν, PG 89, 848A.Β.· «Ἄλλος ἐστὶν ὁ τῶν κρυπτῶν γνώστης καὶ ἐξεταστής. Ἐπίγνωθι σαυτόν, ὅτι σοῦ πᾶς ὑψηλότερος, καὶ παραχώρησον τῷ δικαίῳ κριτῇ τὴν κρίσιν· ἔστω δὲ ὁ ἱερεύς εἰς τὰ περὶ Θεοῦ μὴ σφαλλόμενος δόγματα· τῶν δέ λοιπῶν οὐκ εἶ σὺ δικαστής».
[21]. Μελετιου του Γαλησιωτου, Ἀλφαβηταλφάβητος ροβ΄ (Περί τῶν ἱερέων), στ. 7-33 ἐν Ἀρχιμ. Θεοφιλου Σιμοπουλου, Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης (1230-1307), Ἀθῆναι 1978, σελ. 475:
«Πλὴν ἀλλὰ σὺ τοὺς ἱερεῖς, ὦ φίλε, κἂν καὶ βλέπῃς
χωρίς τινος αἱρέσεως ἑτέρως ἀνομοῦντας,
ὡς ὑπηρέτας τοῦ Χριστοῦ καὶ τίμα καὶ προσκύνει,
ἵν’ ὑπὲρ σοῦ τὸν ποιητὴν ἐκεῖνοι δυσωποῦντες
ἐπήκοον εὑρίσκωσι ταῖς τούτων ἱκεσίαις».
«Πλὴν ἀλλὰ σὺ τοὺς ἱερεῖς, ὦ φίλε, κἂν καὶ βλέπῃς
χωρίς τινος αἱρέσεως ἑτέρως ἀνομοῦντας,
ὡς ὑπηρέτας τοῦ Χριστοῦ καὶ τίμα καὶ προσκύνει,
ἵν’ ὑπὲρ σοῦ τὸν ποιητὴν ἐκεῖνοι δυσωποῦντες
ἐπήκοον εὑρίσκωσι ταῖς τούτων ἱκεσίαις».
[22]. Ἰω. 4, 17.18.22
[23]. Ἰω. 6, 66.67
[24]. Β΄Κορ. 2,17 καὶ Α΄ Θεσ. 2,4
[25]. “Indeed, when it comes to spiritual perspectives, our human family is quite diverse – many religions, many interpretations within religions – even a single verse of sacred text can become a source of endless, and more often than not, fruitless argument. But there is one reality that all of us can agree on – that we share this planet earth [...]Nevertheless, as a purely spiritual institution, the Ecumenical Patriarchate fosters more than mere dialogue. We bring a profound and timeless message of the inter-connectedness of all human persons – with their Creator, with His creation, and with each other [...] I have a small souvenir, small and great, souvenir to Defne and Muhtar. This is the holy Quran, the sacred book of our Moslem brothers and sisters; to you!”(http://www.youtube.com/watch?v=fIwdL2IZ3cY&feature=related)
[26]. Πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν 25, ἐν Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. Δ´, ἐκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 134-135 καὶ ἑξῆς. Βλ. ἐπίσης καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου,Διάλεξις πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας 13, Αὐτόθι, σελ. 161: «Ὁ δέ Θεσσαλονίκης εἶπεν· ὁ μή πιστεύων τοῖς τοῦ διδασκάλου λόγοις οὐ δύναται ἀγαπῆσαι τὸν διδάσκαλον· διά τοῦτο οὐκ ἀγαπῶμεν ἡμεῖς τὸν Μεχούμετ (= Μωάμεθ)». Περισσότερα γιὰ τὸν διάλογο αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου μὲ τοὺς Μουσουλμάνους βλ. ἐν Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Διαθρησκειακὲς Συναντήσεις. Ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 72-91.
[27]. Πρβλ. Α΄ Θεσ. 2, 14-16· «.. τῶν Ἰουδαίων, τῶν καὶ τὸν Κύριον ἀποκτεινάντων Ἰησοῦν καὶ τοὺς ἰδίους προφήτας, καὶ ἡμᾶς ἐκδιωξάντων, καὶ Θεῷ μὴ ἀρεσκόντων, καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐναντίων, κωλυόντων ἡμᾶς τοῖς ἔθνεσι λαλῆσαι ἵνα σωθῶσιν».
[28]. Ἰω. 8, 24· «Ἐὰν γὰρ μὴ πιστεύσητε ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν».
[29]. “This scene has been interpreted and identified with the life of God”. Ἡ σχετικὴ συνάφεια ἀρχίζει ἀπὸ τὸ 38΄10” καὶ ἑξῆς. http://www.youtube.com/watch?v=LOpHM6 CYVGs
[30]. Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου κατὰτὴν μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας δεξίωσιν ἐν τῷ Ἱεροκοινοτικῷ Μεγάρῳ παρουσίᾳ τοῦΠρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος (Κυριακή, 9 Ὀκτωβρίου 2011) http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=1386&tla=gr
[31]. Τίτον 3, 10
[32]. Κλῖμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄- β΄, Περί διακρίσεως 11, ἐκδ. Ἱ.Μ. τοῦ Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, 1994[6], σελ. 309ἑ. «Ἐν μὲν τοῖς κακοθελῶς ἡμῖν μαχομένοις ἀπίστοις ἢ κακοπίστοις, μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα· πρὸς δὲ τοὺς μαθεῖν βουλομένους ... » κ.λπ. ὡς ἐν τῷ κυρίῳ κειμένῳ.
[33]. Ἰω. 8, 47.
[34]. Βλ. Περὶ Περὶ τοῦ ἀββᾶ Ματόη ια΄, PG 65, 293B. Περὶ τοῦ ἀββᾶ Χομαὶ, PG 65, 436C.
[35]. Ἀποφθέγματα Πατέρων, Περὶ τοῦ Ἀββᾶ Σισόη κε΄, PG 65, 400D.
[36]. Ἰω. 17, 21
[37]. Ἡ ἑρμηνεία ποὺ ἔχει καταγραφῆ καὶ στὶς ἑρμηνευτικὲς Κατένες γιὰ τὸ ἀνάλογο χωρίο, «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. 4,13) εἶναι ὅτι δὲν ἀφορᾷ στὴν (ἤδη ὑφιστάμενη) ἑνότητα Πίστεως τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ στὴν ἔνταξη τῶν θύραθεν στὴν ἑνότητα Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας: «Τίνες πάντες καταντήσωμεν εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως; Ζητητέον, πότερον πάντες ἁπαξαπλῶς ἄνθρωποι ἢ ἡμεῖς οἱ κληρωθέντες ἐν Χριστῷ; Δόξει δὲ πρὸς τὸ πρότερον ἀποδεδόσθαι» ἐν Catenae GrecorumPatrum in Novum Testamentum, τόμ. ΣΤ΄, ed. John Anthony Cramer, Georg Olms Verlagsbuchhandlung, Hildesheim 1967, σελ. 171.
[38]. Περί τοῦ φεύγειν τούς ἀποσχιζομένους τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, 7, ἐκδ. Ἰω. Κ. Γρηγορόπουλος, ἐν Θεοληπτου Φιλαδελφειασ του Ομολογητου (1250-1322), Βίος καί ἔργα, τόμ. Β΄, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1996, σελ. 309. : [ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός] «Ὥσπερ δέ τινα παράδεισον, τάς κατά τόπους φυτεύσας ἐκκλησίας συνήγαγε πάντας ἡμᾶς ἐν αὐταῖς καί μίαν ἔθετο ἐκκλησίαν τῇ πίστει καί τῷ φρονήματι».
[39]. Ὄχι μόνον ὅλοι οἱ Πατέρες συμφωνοῦν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ δὲν εἶναι οὔτε ὀνομάζονται οὐδαμῶς Ἐκκλησία, ἀλλὰ διέβη ἡ πεποίθηση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὸ (πολιτειακὸ) ἐκκλησιαστικὸ δίκαιο. Γράφει λ.χ. ὁ Μέγας Βασίλειος· «Μόνον μὴ ἐξαπατηθῆτε ταῖς ψευδολογίαις αὐτῶν ἐπαγγελλομένων ὀρθότητα πίστεως. Χριστέμποροι γὰρ οἱ τοιοῦτοι καὶ οὐ Χριστιανοὶ [...] Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον μηδ’ ἀριθμήσαιμι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ τὸν παρὰ τῶν βεβήλων χειρῶν ἐπὶ καταλύσει τῆς πίστεωςεἰς προστασίαν προβεβλημένον» (Ἐπιστολὴ 240, 3, PG 32, 897). Βλ. καὶ σχετικὸ διάταγμα τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδοσίου μετὰ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο κατὰ τῶν Νεστοριανῶν: «...ὀνόματι περιβάλλειν [τοὺς Νεστοριανοὺς] κατεγνωσμένῳ, ἵνα μὴ τῇ τῶν Χριστιανῶν ἀποχρώμενοι προσηγορίᾳ τοιούτων ὀνόματι κοσμοῖντο, ὧν τοῦ δόγματος δυσσεβοῦντες ἐξέστησαν»(ACO I,1,3,68). Βλ. ἐπίσης Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, Ἡ πορεία μου πρός τήν Ὀρθοδοξία, Ἀθῆναι 1986, σελ. 154-158! «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρῇ τὶς καθολικὲς καὶ προτεσταντικὲς ἐκκλησίες τῶν δυτικῶν χωρῶν ὡς τὶς νόμιμες καὶ αὐθεντικὲς τοπικὲς ἐκκλησίες αὐτῶν τῶν χωρῶν· χωρισμένες ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας οἱ ἐκκλησίες αὐτὲς δὲν εἶναι πιὰ σὲ σχέση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παροῦσα σ᾽ αὐτὲς τὶς χῶρες».
[40]. Ἰω. 15, 6
[41]. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνου, «Ἑνωτικὲς προσπάθειες μετὰ τὸ σχίσμα καὶ ὁ σημερινὸς διάλογος τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν λατινικὴ Ἐκκλησία», στό: «Πρωτεῖον» Συνοδικότης καὶ Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Πρακτικὰ Θεολογικῆς Ἡμερίδος, Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, Πειραιεὺς 2011, σελ. 72-73.
[42]. Ἀποκρίσεις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τοὺς Ἀγγλικανοὺς Ἀνωμότας (1716/1725), [τῶν πρώτων] Ἀπόκρισις ε΄, ἐν Πρωτοπρεσβυτέρου Ιω. Ρωμανιδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 393.394.
[43]. Αγιου Θεοδωρου του Στουδιτου, Ἐπιστολή (28) Βασιλείῳ Μονάζοντι, PG 99, 1001D‐1004A·«Ἐπεὶ ἀπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ κατόπιν, πολλαχῶς πολλαὶ αἱρέσεις προσεῤῥάγησαν αὐτῇ· καὶ ῥυπάσματα ἄθεσμα καὶ ἀκανόνιστα ἐπεπόλασαν, ὥσπερ καὶ τὸ νῦν· ἀλλὰ μὴν αὐτὴ τῷ προειρημένῳ τρόπῳ ἄσχιστος καὶ ἀμώμητος διαμεμένηκε, καὶ διαμενεῖ ἕως τοῦ αἰῶνος, ὑπεξαιρουμένων καὶ ἀποπεμπομένων ἀπ’ αὐτῆς τῶν κακῶς φρονησάντων ἢ πραξάντων· ὥσπερ ἐξ ἀσείστου καὶ παραλίας πέτρας τὰ προσρήσσοντα κύματα».
[44]. Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην 82,2· PG 59, 443ἑ. «[...] Τί δέ ἐστιν, Ἐν ἡμῖν; Ἐν τῇ πίστει τῇ εἰς ἡμᾶς. Ἐπειδὴ γὰρ οὐδὲν οὕτως σκανδαλίζει ἅπαντας, ὡς τὸ διεσπάσθαι, τοῦτο κατασκευάζει ὥστε γενέσθαι ἕν. Τί οὖν; ἤνυσεν αὐτό, φησί; Καὶ σφόδρα ἤνυσεν. Ἅπαντες γὰρ οἱ διὰ τῶν ἀποστόλων πιστεύσαντες ἕν εἰσιν, εἰ καί τινες ἐξ αὐτῶν διεσπάσθησαν. Οὐδὲ γὰρ τοῦτο αὐτὸν παρέλαθεν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ προεῖπε, καὶ ἔδειξε τῆς τῶν ἀνθρώπων ῥαθυμίας ὄν [...] Εἴτε γὰρ περὶ σημείων, εἴτε περὶ ὁμονοίας, εἴτε περὶ εἰρήνης ὁ λόγος αὐτῷ, φαίνεται αὐτὸς αὐτοῖς ταῦτα παρεσχηκώς. Ὅθεν δῆλον ἦν, ὅτι παραμυθίας ἕνεκεν τῆς αὐτῶν ἡ αἴτησις γίνεται».
[45]. Ὅπως λ.χ. στὰ «εἰρηνικὰ» τῆς Θ. Λειτουργίας Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, μετὰ τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως: «Καί ὑπέρ πάσης ψυχῆς χριστιανῆς, θλιβομένης καὶ καταπονουμένης, ἐλέους καί βοηθείας Θεοῦ ἐπιδεομένης καί ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων...». Ἐμφανέστερα στήν μετά τό «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας Ἀχράντου», εὐχή τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου: «Τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καί ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ».
[46]. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ιεροθέου, «Ὁ Οἰκουμενισμὸς στὴν πράξη, ἤτοι τὴν θεολογία καὶ τὴν ἄσκηση», στὸ Οἰκουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, ἐκδ. Θεοδρομία, τ. Β, σελ. 787, ὁμοίως καὶ Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Ρωμανίδου, «Ὀρθόδοξος καὶ Βατικάνειος Συμφωνία περὶ Οὐνίας, BALAMAND, Λίβανος 1993», “Καιρός”, ἀφιέρωμα στὸν Καθηγητὴ Δαμιανὸ Δόικο, τ. Β, σελ. 261-282: «Ἡ συμφωνία τοῦ BALAMAND ἑδράζεται εἰς μίανἑρμηνείαν τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου μας εἰς τὸ κεφάλαιον ΙΖ' τοῦ κατὰ Ἰωάννην, ἑρμηνείαν, ἡ ὁποία δὲν ἀνήκει εἰς τὴν ὀρθόδοξον παράδοσιν. Ὁ Χριστὸς προσεύχεται ἐδῶ, ὥστε οἱ μαθηταί Τουκαὶ οἱ μαθηταὶ τῶν μαθητῶν Του νὰ γίνουν ἕνα εἰς τὴν θέαν τῆς δόξης Του, εἰς αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἐπίγειον ζωὴν ὡς μέλη τοῦ Σώματός Του, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συγκροτεῖται κατὰ τὴνΠεντηκοστὴν καὶ ἡ ὁποία ἐκτείνεται εἰς τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν θέωσιν ὅλων τῶν ἁγίων τῆς ἱστορίας».
[47]. Εἶναι ρητὸ τοῦ Ἁγίου Ἰουλίου Πάπα Ρώμης, ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ Πρὸς Διονύσιον, περιληφθὲν στὸ Αγιου Ιωαννου του Δαμασκηνου, Ἱερὰ Παράλληλα Α΄, 77 PG 96, 509A· «Τὸ μὲν γὰρ τοῖς δόγμασι διαφωνοῦντας τοῖς ῥήμασι προσποιεῖσθαι συμφωνεῖν, ἀσεβές· τὸ δὲ τοῖς δόγμασι συμφωνοῦντας ἐν τοῖς ῥήμασι διαφέρεσθαι, μάταιον καὶ μωρόν [...] Ταῦτα δὲ οὕτως φρονοῦντες, μενέτωσαν ἐν ἡσυχίᾳ, τὰς περιττὰς ζητήσεις ἐκκλίνοντες, καὶ ῥήματος ἕνεκεν, μὴ διαιρούμενοι, ὁπότε τὰ δόγματα συμφωνεῖται».
[48]. Πρβλ. Ἐφεσ. 4, 5· «Εἷς Κύριος, μία Πίστις, ἓν βάπτισμα»
[49]. Ιωσηφ Μοναχου του Βρυεννιου, Λόγος συμβουλευτικὸς περὶ τῆς ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν, ἐνἸωσὴφ τοῦ Βρυεννίου τὰ εὑρεθέντα, τόμ. Α΄, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991[2], σελ. 409.410 [ἀπόδοση στὴ νεοελληνικὴ δική μας]. Ὅσα λέγει ὁ σοφὸς μοναχὸς στὸ τέλος τοῦ παραθέματος γιὰ κακὴ ὁμόνοια καὶ καλὴ διαφωνία στηρίζονται στὴν προηγούμενη πατερικὴ Παράδοση. Βλ. π.χ. Αγιου Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὁμιλία εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην 57, 3, PG 59, 314:«Ἔστι γάρ καί κακή ὁμόνοια καί καλή διαφωνία... ἔστι σχισθῆναι καλῶς καί ὁμονοῆσαι κακῶς... Ὥστε οὐ πανταχοῦ ἡ ὁμόνοια καλόν οὐδέ πανταχοῦ ἡ διάστασις κακόν». Ἐπίσης Γρηγοριου Θεολόγου, Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς 82, PG 35, 488: «Καί ὅσοι μέν περί πίστεως τοῦτο πάσχουσι καί τῶν ἀνωτάτω ζητημάτων καί πρώτων οὐδ᾽ ἐγώ μέμφομαι, ἀλλ᾽ εἰ δεῖ τἀληθές εἰπεῖν, καί προσεπαινῶ καί συνήδομαι. Καί τούτων εἷς εἴην τῶν ὑπέρ ἀληθείας ἀγωνιζομένων καί τῶν ἀπεχθανομένων· μᾶλλον δέ καί εἶναι καυχήσομαι. Κρείττων γάρ ἐπαινετός πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ».
[50]. Αγιου Μαξιμου του Ομολογητου, Ἐπιστολή (ΙΒ΄) Πρός Ἰωάννην κουβικουλάριον, Περί τῶν ὀρθῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ δογμάτων καί κατά Σευήρου τοῦ αἱρετικοῦ, PG 91, 465C.D.· «Οὐ θέλων δέ τούς αἱρετικούς θλίβεσθαι, οὐδέ χαίρων τῇ κακώσει αὐτῶν, γράφω ταῦτα, μή γένοιτο [...] οὔτε ὑμῖν τοῦ φιλανθρώπου τό ἀπηνές παραινῶν προτιθέναι· μή οὕτω μανείην· ἀλλά μετά προσεχείας καί δοκιμασίας ποιεῖν τε καί ἐνεργεῖν τά καλά εἰς πάντας ἀνθρώπους [...] πρός μόνον τό καθοτιοῦν αἱρετικοῖς συνάρασθαι εἰς σύστασιν τῆς φρενοβλαβοῦς αὐτῶν δόξης, σκληρούς παντελῶς εἶναι ὑμᾶς καί ἀμειλίκτους βούλομαί τε καί εὔχομαι. Μισανθρωπίαν γάρ ὁρίζομαι ἔγωγε, καί ἀγάπης θείας χωρισμόν, τό τῇ πλάνῃ πειρᾶσθαι διδόναι ἰσχύν εἰς περισσοτέραν τῶν αὐτῇ προκατειλημμένων φθοράν».
[51]. Κυριλλου του Σκυθοπολιτου, Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου κϚ΄, ὑπό Αἰκ. Γκόλτσου ἐν Ε.Π.Ε. Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν 5, Πατερικαί Ἐκδόσεις Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 92· «Καὶ ὁ μακάριος Σάββας καὶ ἄλλοι πλεῖστοι γέροντες ἐθαύμαζον τοῦ μεγάλου Εὐθυμίου τὸν ὑπὲρ τῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων θερμότατον ζῆλον καίπερ αὐτοῦ πολλῇ τῇ πραότητι καὶ φρονήματος μετριότητι συζῶντος, καὶ διεβεβαιοῦντο ὅτι πᾶσαν μὲν αἵρεσιν τῷ ὀρθῷ τῆς πίστεως λόγῳ ἐναντιουμένην ἀπεστρέφετο, ἐξαιρέτως δὲ τὰς ἓξ ταύτας αἱρέσεις τέλειον μῖσος ἐμίσει» (Μανιχαϊσμό, Ὠριγενισμό, Ἀρειανισμό, Σαβελλιανισμό, Νεστοριανισμὸ καὶ Εὐτυχιανισμό).
[52]. Του αυτου, Βίος τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Σάββα λη΄, ὑπό Αἰκ. Γκόλτσου ἐν Ε.Π.Ε.Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν 5, Πατερικαί Ἐκδόσεις Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 288ἑἑ. « [...] Ἀπὸ τότε οὖν συμπαθήσας αὐτοῖς ὁ πρεσβύτης ἐδέετο τοῦ Θεοῦ ἐκτενῶς ὑπὲρ αὐτῶν πρὸς τὸ λαβεῖν αὐτοὺς ἐπίγνωσιν ἀληθείας καὶ ἀνανῆψαι ἐκ τῆς Νεστορίου αἱρέσεως [...] Καὶ οὕτως ὁ Πατὴρ ἡμῶν Σάββας πολλὰ μὲν ταῖς εὐχαῖς, πολλὰ δὲ ταῖς νουθεσίαις κοπιάσας συνεργήσαντος τοῦ Θεοῦ παρεσκεύασεν αὐτοὺς τὰ μὲν Νεστορίου δόγματα ἀναθεματίσαι, τῇ δὲ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ κοινωνῆσαι».
[53]. Ἡ διαδικασία καταδίκης τοῦ προσηλυτισμοῦ μεταξὺ τῶν «ἐκκλησιῶν»-μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε. ὕστερα ἀπὸ προκαταρκτικὰ κείμενα τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. τὸ 1956 καὶ 1960 ὁδήγησε στὴν ἀποδοχὴ σχετικοῦ κειμένου ἀπὸ τὴ Γ΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Νέο Δελχὶ τὸ 1961 (“Christian Witness, Proselytism and Religious Liberty in the Setting of the World Council of Churches”). Ὅπως ἀναφέρει ἄλλο ἐπίσημο ἔγγραφο τοῦ Π.Σ.Ε., τῆς 19.09.1997 (“Towardscommon witness. A call to adopt responsible relationships in mission and to renounce proselytism”) μεταξὺ τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ καταδικασμένου ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε.προσηλυτισμοῦ εἶναι τὸ: “Presenting one's church or confession as "the true church" and its teachings as "the right faith" and the only way to salvation, rejecting baptism in other churches as invalid and persuading people to be rebaptized.” Ἔτσι, μεταξὺ τῶν προτάσεων πρακτικῆς ἀντιμετωπίσεως τοῦ προσηλυτισμοῦ, περιλαμβάνεται τὸ “renounce all forms of denominational competition and rivalry and the temptation to proselytize members of other Christian traditions as contrary to Jesus' prayer for the unity of his disciples (John 17:21);”. Παρὰ ταῦτα ὑποτίθεται ὅτι οἱ διάλογοι φέρουν ἀνθρώπους στὴν Ὀρθοδοξία ...
[54]. Στὴν παράγραφο §15 (τῶν «Ἐκκλησιολογικῶν Ἀρχῶν») λέγεται χαρακτηριστικῶς: «Ἐφ’ ὅσον μένομε σταθεροὶ στὴν ἀπαραβίαστη ἐλευθερία τῶν προσώπων καὶ στὴν παγκόσμια ὑποχρέωση νὰ ἀκολουθοῦμε τὶς ἐπιταγὲς τῆς συνειδήσεως στὴν προσπάθεια ἀποκαταστάσεως τῆς Ἑνότητος, κατανοοῦμε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀναζητοῦμε τὸν προσηλυτισμὸ τῶν προσώπων ἀπὸ τὴ μία Ἐκκλησία στὴν ἄλλη γιὰ νὰ ἐξασφαλίσωμε τὴ σωτηρία των». Στὴν παράγραφο §18, ἐπαναλαμβάνεται σχετικὴ προγενέστερη διακήρυξη τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου Δημητρίου A’ καὶ τοῦ πάπα Ἰωάννη Παύλου Β΄: «’Υπὸ τὸ πνεῦμα αὐτό, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β΄καὶ ὁ Πατριάρχης Δημήτριος διευκρίνησαν ἀπὸ κοινοῦ: “ Ἀποκρούομε κάθε μορφὴ προσηλυτισμοῦ, κάθε στάση ποὺ θὰ ἦταν ἢ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῆ ὡς ἔλλειψη σεβασμοῦ τοῦ ἄλλου” (7 Δεκεμβρίου 1987)». Γιὰ τὸ κείμενο τοῦ Balamand, καθὼς καὶ γενικότερη κριτικὴ γιὰ τὴ μειοδοτικὴ διαδικασία ποὺ ἀνέτρεψε τὴν εὐνοϊκὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀπόφαση τοῦ Freising (1990) κατὰ τῆς Οὐνίας καὶ ἔφερε τὸ ἀθωωτικὸ τῆς Οὐνίας κείμενο τοῦ Balamand (1993), βλ. ἐν Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Οὐνία. Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση, Φίλη Ὀρθοδοξία 4, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002. Γιὰ τὴν Οὐνία βλ. ἐπίσης Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνου «Ἡ Οὐνία κύριο ὅπλο τῆς ἐπεκτατικῆς πολιτικῆς τοῦ Παπισμοῦ», στό βιβλίο τοῦ ἰδίου:Μαρτυρίες γιὰ θέματα πνευματικὰ καὶ κοινωνικά, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 25-45.
[55]. http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=232&tla=gr
[56]. Α’ Κορ. 13, 6
[57]. Α’ Κορ. 10, 32
[58]. Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι, PG 26, 1188Α.Β. «Ὅταν γάρ τινες ὑμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ πιστοὺς θεωρήσαντες μετ’ αὐτῶν συνερχομένους καὶ κοινωνοῦντας, πάντως ὑπονοήσαντες ἀδιάφορον εἶναι τὸ τοιοῦτον, εἰς τὸν τῆς ἀσεβείας ἐμπεσοῦνται βόρβορον».
[59]. Τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1836 ἐγκύκλιος κατὰ τῶν Διαμαρτυρομένων Ἱεραποστόλων §8, ἐν Ιω. Ρωμανιδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 525.
[60]. Ἑρμηνεύοντας τὸ τοῦ Ἀπ. Παύλου «Σὺ πίστιν ἔχεις; κατὰ σεαυτὸν ἔχε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 14, 22), ὁ ἅγιος Χρυσόστομος διακρίνει τὴν πίστη σὲ δύο εἴδη (1) τελεία ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ - ἡ ὁποία πρέπει νὰ κρύπτεται χάριν τῆς μετριοφροσύνης – καὶ (2) δογματικὴ πίστη, ἡ ὁποία ὑποχρεωτικῶς πρέπει νὰ ὁμολογεῖται: «Πίστιν δὲ ἐνταῦθα οὐ τὴν περὶ δογμάτων, ἀλλὰ περὶ τῆς προκειμένης ὑποθέσεως λέγει [...] Ἐκείνη μὲν γὰρ [ἡ τῶν δογμάτων] μὴ ὁμολογουμένη καταστρέφει, αὕτη δὲ [καταστρέφει] ὁμολογουμένη ἀκαίρως». Εἰς τὴν Πρὸς Ρωμαίους 26, 3 PG 60, 640.
[61]. Aγιου Eφραιμ του Συρου, Λόγος εἰς τήν δευτέραν παρουσίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου Ἔργα, τόμ. Δ΄, ἐκδ. «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 26· «Οὐαὶ τοῖς μιαίνουσι τὴν ἁγίαν πίστιν ἐν αἱρέσεσιν, ἢ τοῖς αἱρετικοῖς συγκαταβαίνουσιν».
[62]. «Ὅταν ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης διεμαρτυρήθη γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ κυρίως γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τῆς μεθόδου τῆς Οὐνίας, ἐπιτιμήθηκε μὲ γράμματα γεμᾶτα ὀργὴ (σώζονται...) καὶ ἀπειλήθηκε ἔμμεσα μὲ καθαίρεση. (Ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ συμβιβασθῆ μὲ αὐτὴ τὴν στάση, ποὺ τὸν ὁδήγησε ταχύτερα στὸν θάνατο)»· (Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνου, Οἱ Διάλογοι χωρίς προσωπεῖον http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_metallhnos/dialogoi_xwris_proswpeion.htm)
[63]. Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Ρωμανίδου, ἔνθ. ἀνωτ.
[64]. Τὸ κείμενο ἔχει ἐσφαλμένως «παρέγκλισις».
[65]. Ἐν Ιω. Ρωμανιδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 490ἑ. Ἡ Ὁμολογία αὐτὴ ὑπεγράφη ὑπὸ τῶν Πατριαρχῶν ΚΠόλεως Παϊσίου, Ἀντιοχείας Σιλβέστρου καὶ Ἱεροσολύμων Χρυσάνθου.
[66]. Ἀποκρίσεις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τοὺς Ἀγγλικανοὺς Ἀνωμότας (1716/1725), ἐν Πρωτοπρεσβυτέρου Ιω. Ρωμανιδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 388· «Ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἀνατολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία οὐ μόνον αἱρετικὸν οὐ προσίεται δόγμα, ἀλλὰ καὶ τὰς ὑποψίας αὐτὰς ἀποκρούεται, κατὰ τὸ “εὐλαβοῦ τὰς διαβολάς, κἂν ψευδεῖς ὦσι”».
[67]. Μὲ τίτλο: “Called to be the One Church” (as adopted by the Assembly) καὶ ὑπότιτλο “An invitation to the churches to renew their commitment to the search for unity and to deepen their dialogue”.
[68]. Ἐπίσκεψις 685 [2008] 22-29.
[69]. “We reaffirm that “the primary purpose of the fellowship of churches in the World Council of Churches is to call one another to visible unity in one faith and in one eucharistic fellowship expressed in worship and in common life in Christ” (§1) • “Churches in the fellowship of the WCC remain committed to one another on the way towards full visible unity” (§2) • ”Each church is the Church catholic and not simply a part of it. Each church is the Church catholic, but not the whole of it. Each church fulfils its catholicity when it is in communion with the other churches”(§6) • “Apart from one another we are impoverished” (§7).
[70]. Συνοδικὸς Τόμος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1672, ἐν Πρωτοπρεσβυτέρου Ιω. Ρωμανιδου, ἔνθ’ ἀνωτ.,σελ. 331.
[71]. Παντελεημονοσ Καρανικολα, Μητροπολίτου Κορίνθου, Οἱ αἱρετικοί Προτεστάντες, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1991[3], σελ. 34.
[72]. Πρωτοπρεσβυτέρου Αντωνιου Αλεβιζοπουλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καί παραχριστιανικῶν ὁμάδων, ἐκδ. Ἱ. Μ. Νικοπόλεως καί Πρεβέζης, Πρέβεζα 1991, σελ.108.
[73]. “We affirm that the apostolic faith of the Church is one, as the body of Christ is one. Yet there may legitimately be different formulations of the faith of the Church. The life of the Church as new life in Christ is one. Yet it is built up through different charismata and ministries. The hope of the Church is one. Yet it is expressed in different human expectations. We acknowledge that there are different ecclesiological starting points, and a range of views on the relation of the Church to the churches [...] Other differences divide the Church; these must be overcome through the Spirit's gifts of faith, hope, and love so that separation and exclusion do not have the last word. God's "plan for the fullness of time [is] to gather up all things in him" (Eph. 1:10), reconciling human divisions.” (§5).
[74]. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., Ἐπιστολὴ πρὸς τὸνΣεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο, http://orthodoxia-pateriki.blogspot.com/2010/07/blog-post.html Βλ. ὁμοίως καὶ Π. Ν. Τρεμπελα, Δογματική τῆςὈρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1979[2], σελ. 348. «διάμέν τοῦ «μίαν» διακηρύττομεν τήν ἑνότητα, τήν ὁποίαν ἡ ἀπό μιᾶς Κεφαλῆςἐξάρτησις καί ἡ ὑπό ἑνός Πνεύματος ζωοποίησις, καθώς καί ἡ μία πίστις καί εἰς ἕναΚύριον ὑποταγή κατεργάζεται τόσον μεταξύ πάντων τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων,ὅσον καί μεταξύ πασῶν τῶν ἐπί μέρους ἐκκλησιῶν καί χάρις εἰς τήν ὁποίαν πάντες καίπᾶσαι αὗται συναποτελοῦσι κατ’ ἀντίθεσιν πρός τούς αἱρετικούς καί σχισματικούς τήνμίαν καί ἀδιαίρετον Ἐκκλησίαν» καὶ Χρ. Ανδρουτσου, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 19562, σελ. 273ἑ. «Ἑνότης. Τό γνώρισμα μία σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος ἵδρυσεν οὐχί πολλάς παραλλήλως ὑφισταμένας Ἐκκλησίας, ἀλλά μίαν καί μόνην [...] Εἶναι δέ ἡ Ἐκκλησία μία, καθόσον εἶναι ἡνωμένη ἐν τῇ πίστει καί ἐν τῇ διοικήσει, οὕτω δέ ἡ ἐν τοῖς δυσί τούτοις σημείοις ἑνότης ἀποτελεῖ τό γνώρισμα ἅμα καί τήν βάσιν τοῦ ἑνιαίου καί μοναδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας».
[75]. Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ, Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο, http://www.romfea.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=5870:kithiron&catid=26:2009-12-18-08-38-40.
[76]. Αγιου Ταρασιου, Ἀπολογητικός πρός τόν λαόν σχεδιασθεὶς ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐδήλωσαν οἱ βασιλεύοντες τοῖς λαοῖς τοῦ γενέσθαι πατριάρχην, Mansi 12, 987C.D.· «οὐκ οἶδεν ὁ τῆς ἐκκλησίας νόμος καὶ ὅρος ἔριν ἢ φιλονεικίαν, ἀλλ’ ὥσπερ οἶδεν ὁμολογεῖν εὐσεβῶς ἓν βάπτισμα, μίαν πίστιν, οὕτω καὶ συμφωνίαν μίαν ἐπὶ παντὸς ἐκκλησιαστικοῦ πράγματος. Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἐστὶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εὐαπόδεκτον καὶ εὐάρεστον ὡς τὸ ἑνωθῆναι ἡμᾶς, καὶ γενέσθαι μίαν καθολικὴν ἐκκλησίαν, καθὰ καὶ ἐν τῷ συμβόλῳ τῆς εἰλικρινοῦς ἡμῶν πίστεως ὁμολογοῦμεν». «Γενέσθαι»,ἐπειδὴ εἶχε προηγηθεῖ αἵρεση· ὡς ἔνταξη στὴν Ἐκκλησία.
[77]. PG 9,552B (Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως), PG 68, 633B (ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας) καὶ PG 96,765C καὶ PG 95, 347C.348A (ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ).
[78]. Ὅρος Πίστεως τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ἐκ τῆς Πράξεως ε΄) ACO II, 1, 2, 126· «Ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ σωτήρ, ὁ Χριστός, τῆς πίστεως τὴν γνῶσιν τοῖς μαθηταῖς βεβαιῶν ἔφη· εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν ἀφίημι ὑμῖν, ὥστε μηδένα πρὸς τὸν πλησίον διαφωνεῖν ἐν τοῖς δόγμασι τῆς εὐσεβείας, ἀλλ’ ἐπίσης τὸ τῆς ἀληθείας ἐπιδείκνυσθαι κήρυγμα».
[79]. Ἐπίσκεψις 698 [31-03-2009].
[80]. Κείμενον Β΄«Τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας», ἐν Ἐπίσκεψις 259 (1981) 12. Προσοχὴ ὀφείλεται στὴ γνωστὴ ἐκ τῆς δογματικῆς θέση τοῦ κειμένου αὐτοῦ, ὅτι ἀπαιτεῖται συμφωνία μὲ τὴν σύνολη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ χαρακτηρισθεῖ μιὰ Σύνοδος ὡς Οἰκουμενική.
[81]. Κείμενον Α΄ «Ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», ἐν Ἐπίσκεψις 259 (1981) 9.
[82]. Ματθ. 18, 20
[83]. Αγιου Ταρασιου, Ἀπολογητικός πρός τόν λαόν σχεδιασθεὶς ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐδήλωσαν οἱ βασιλεύοντες τοῖς λαοῖς τοῦ γενέσθαι πατριάρχην, Mansi 12, 987D.E.· «...καί αἰτοῦμαι, ἀδελφοί, οἶμαι δέ καί ὑμεῖς, ἐπειδή γινώσκω τόν φόβον τοῦ Θεοῦ ἔχειν ὑμᾶς, παρά τῶν εὐσεβεστάτων καί ὀρθοδόξων βασιλέων ἡμῶν, σύνοδον οἰκουμενικήν συναθροισθῆναι, ἵνα γενώμεθα οἱ τοῦ ἑνός Θεοῦ ἕν· καί οἱ τῆς Τριάδος, ἡνωμένοι καί ὁμόψυχοι καί ὁμότιμοι· οἱ τῆς κεφαλῆς ἡμῶν Χριστοῦ, σῶμα ἕν συναρμολογούμενον καί συμβιβαζόμενον· οἱ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οὐ κατ’ ἀλλήλων, ἀλλά σύν ἀλλήλοις· οἱ τῆς ἀληθείας τό αὐτό φρονοῦντες καί λέγοντες καί μή ᾖ ἔρις καί διχοστασία ἐν ἡμῖν, ὅπως ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσῃ πάντας ὑμᾶς».
[84]. Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς Σεραφείμ, «Ὁ παπισμὸς ὡς Ἐκκλησιολογικὸ πρόβλημα (μὲ ἀναφορὰ στὸ συνοδικὸ σύστημα τῆς Ἐκκλησίας)» στό: «Πρωτεῖον» Συνοδικότης καὶ Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Πρακτικὰ Θεολογικῆς Ἡμερίδος, Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, Πειραιεὺς 2011, σελ. 19.
[85]. «Μήνυμα ἐπὶ τῇ 80ῇ ἐπετείῳ τῶν γενεθλίων τῆς Α. Ἁγιότητος τοῦ Πάπα», ἐν Ὀρθοδοξία Β΄, 14, 2 [Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2007] 307.308.
[86]. Αγιου γρηγοριου Νυσσησ, Εἰς τὸ Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς PG 46, 1112Α (ἐπίσης παρὰ τῷ PG 96, 509D).
[87]. Πρβλ. Τίτον 1, 16.
Αναδημοσίευση από τη ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου